Της Ειρήνης Παπουτσή
Την ώρα που η ΔΥΠΑ ανακοινώνει επιχορηγούμενο πρόγραμμα δημιουργίας 5.000 νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης, το οποίο απευθύνεται σε ανέργους όλων των ηλικιών και σε όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Περιφέρεια Θεσσαλίας και για διάστημα έως 18 μήνες, έντονος είναι ο προβληματισμός στην αγορά όσον αφορά στη δυσκολία εξεύρεσης εξειδικευμένου μα και ανειδίκευτου προσωπικού.
Βιομηχανίες, εστίαση, πρωτογενής τομέας, κατασκευαστικός κλάδος και οικοδομή δείχνουν να πλήττονται περισσότερο, με τη LarissaPress να επιχειρεί να ανοίξει τον διάλογο με εμπλεκόμενους φορείς, σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσει την εικόνα που επικρατεί, αναζητώντας ταυτόχρονα αίτια, προτάσεις μα και πιθανές λύσεις για ένα ζήτημα που δείχνει να ταλανίζει (και) την τοπική αγορά.
Η θέση του ΣΘΕΒ
Χαρακτηριστική η τοποθέτηση του προέδρου του ΣΘΕΒ, Γιώργου Ρουπακιά, που απαντώντας στα ερωτήματα που θέσαμε τόνισε πως «η δυνατότητα στελέχωσης των επιχειρήσεων με κατάλληλα εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο προσωπικό είναι πλέον ένας από τους βασικούς παράγοντες ενίσχυσης της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας», χαρακτηρίζοντας «κρίσιμο» το ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικού.
«Αρχικά να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνεται να αναφερθώ σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, όπως αυτό του ανθρώπινου δυναμικού. Η δυνατότητα στελέχωσης των επιχειρήσεων με κατάλληλα εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο προσωπικό είναι πλέον ένας από τους βασικούς παράγοντες ενίσχυσης της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Η εικόνα που σχηματίζουμε από τις επιχειρήσεις της Θεσσαλίας δείχνει μια αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων, των προσδοκιών των νέων και των αναγκών της αγοράς εργασίας. Το πρόβλημα είναι εντονότερο σε κλάδους όπως η βιομηχανία, οι κατασκευές και η αγροδιατροφή, καθώς και σε τεχνικά επαγγέλματα.
Η υστέρηση αυτή οφείλεται σε δομικά προβλήματα όπως είναι η αποσύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος από τις εξελισσόμενες ανάγκες της παραγωγής, η χαμηλή ελκυστικότητα του εργασιακού περιβάλλοντος, ειδικά στην περιφέρεια και δη στη βιομηχανία, όπως και το έντονο δημογραφικό πρόβλημα και η συνεχιζόμενη τάση φυγής νέων στο εξωτερικό (brain drain) για εύρεση εργασίας.
Ο ΣΘΕΒ, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις, έχει ήδη υλοποιήσει και συμμετάσχει σε στοχευμένες δράσεις. Ειδικότερα, τα τελευταία δύο έτη οργανώνει με επιτυχία την πρωτοβουλία Skills4Jobs, η οποία στοχεύει στην κατάρτιση νέων σε τεχνικές ειδικότητες και στην ένταξή τους στο εργασιακό δυναμικό των Θεσσαλικών επιχειρήσεων σε συνεργασία με τον ΣΕΒ. Επιπρόσθετα, μέσω της Υπηρεσίας Διασύνδεσης Εργασίας, ενισχύει την επαφή μεταξύ επιχειρήσεων και υποψήφιων εργαζομένων, προωθώντας την απασχόληση.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΘΕΒ έχει διαμορφώσει και προωθεί δέσμη προτάσεων με άξονες:
Αναβάθμιση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης: Συμμετοχή του ΣΘΕΒ σε θεσμικά όργανα διαβούλευσης και συνέργειες με ΣΑΕΚ, ΕΠΑΣ και σχολές μαθητείας της ΔΥΠΑ, για τον συγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών με τις ανάγκες των επιχειρήσεων.
Προγράμματα κατάρτισης και επιμόρφωσης: Ενίσχυση της σύνδεσης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, με έμφαση σε πιστοποιημένα προγράμματα reskilling και upskilling σε συνεργασία με φορείς εκπαίδευσης και ευρωπαϊκά έργα.
Συνεργασία με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα: Προώθηση της πρακτικής άσκησης, της επιχειρηματικής καθοδήγησης (mentoring) και της σύνδεσης φοιτητών με την τοπική αγορά εργασίας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Πρωτοβουλίες επαναπατρισμού ταλέντων: Εστιασμένες παρεμβάσεις προς τα αρμόδια Υπουργεία για τη δημιουργία φορολογικών κινήτρων και μηχανισμών υποστήριξης για την επαναφορά με εξειδίκευση.
Διαρκής θεσμικός διάλογος για τη βελτίωση του εργασιακού πλαισίου.
Το ανθρώπινο δυναμικό δεν αποτελεί απλώς παραγωγικό πόρο, αλλά βασική προϋπόθεση ανάπτυξης. Ο ΣΘΕΒ θα συνεχίσει να εργάζεται με συνέπεια για τη διασύνδεση εκπαίδευσης και παραγωγής, την ενίσχυση της απασχόλησης και τη διατήρηση του επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού της χώρας».
Η άποψη του ΣΙΚΑΕΛ
Για ένα υπαρκτό πρόβλημα που ταλανίζει την εστίαση αναφέρθηκε και η πρόεδρος του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Καταστημάτων Αναψυχής και Εστίασης Ν. Λάρισας, Δήμητρα Μπαράτση, εστιάζοντας μάλιστα στη μετά covid εποχή, που έπαιξε τον ρόλο της ώστε πολλοί να εγκαταλείψουν την εστίαση.
«Το ζήτημα είναι υπαρκτό, ενώ δείχνει να διογκώνεται περαιτέρω στη μετά covid εποχή, όταν πλήθος εργαζόμενων εγκατέλειψαν για ευνόητους λόγους την εστίαση και δεν επανήλθαν ποτέ. Αν σκεφτεί κανείς πως προ κορωνοϊού η Λάρισα απασχολούσε περί τους 1.500 σερβιτόρους και πλέον εργάζονται γύρω στους 300 εύκολα γίνεται αντιληπτό το ζήτημα που προκύπτει για πάνω από 1.400 επιχειρήσεις της πόλης.
Από κει και πέρα, δέλεαρ για πολλούς παραμένουν οι σεζόν σε πιο τουριστικούς προορισμούς ή και το εξωτερικό, αν και πλέον και εδώ φαίνεται να καταγράφονται ζητήματα. Δεν είμαι αισιόδοξη για τη συνέχεια, καθώς όπως όλα δείχνουν οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην εστίαση ευνοούν σαφώς τις αλυσίδες και τις πολυεθνικές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Η άποψη των ανθρώπων του πρωτογενή τομέα
Στο τεράστιο ζήτημα της άμεσης ανανέωσης του αγροτικού πληθυσμού στέκεται και ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ανάβρας, Βασίλης Σμυρλής, ενώ κληθείς να σχολιάσει τα συμπεράσματα πρόσφατου αγροτικού συνεδρίου που διεξήχθη στα Τρίκαλα, όπου και τονίστηκε πως πλέον ο μέσος όρος ηλικίας των Ελλήνων αγροτών ξεπερνά τα 55 έτη, αναφέρθηκε στην ανάγκη μεταφοράς εργατών γης για την κάλυψη των αναγκών.
«Προφανώς και υπάρχουν ελλείψεις και είναι τεράστιες, ενώ οι πολιτικές που εφαρμόζονται κάνουν τους νέους ανθρώπους να γυρίζουν την πλάτη στον πρωτογενή τομέα, αναζητώντας άλλες επιλογές ή καταλήγοντας στο εξωτερικό. Μου είναι αδιανόητο πάντως, με την ανεργία στο 19%, να μην μπορούμε να βρούμε εργάτες γης, όμως η πραγματικότητα είναι αυτή και δε δείχνει να αντιστρέφεται. Όσο για τον μέσο όρο ηλικίας, τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς, ενώ ακόμη και εργάτες με καταγωγή από την Αλβανία που για χρόνια δούλευαν στην περιοχή έχουν μετακινηθεί στην Ιταλία, με τους λιγοστούς που απέμειναν να ξεπερνούν σε ηλικία τα 55 αγγίζοντας τα 60 έτη. Σημειώνεται πως κάθε χρόνο από την Περιφέρεια καλούνταν 1.500 μετακλητοί και πλέον εμφανίζονται ελάχιστοι, ενώ δημιουργείται ζήτημα και με το εργόσημο, αφού χάνουν επιδόματα και προνόμια. Ίσως ένα κίνητρο θα ήταν να εργασθούν στον πρωτογενή τομέα ως εποχικοί Έλληνες εργάτες γης, δίχως να χάνουν την κάρτα ΔΥΠΑ που μπορεί να διαθέτουν».
Η θέση του Συνδικάτου Οικοδόμων Ν. Λάρισας
Τέλος, μια πιο αισιόδοξη εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί φαίνεται να δίνει ο πρόεδρος του Συνδικάτου Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων Ν. Λάρισας, Δημήτρης Τζιμούλης, τονίζοντας πως η ανάπτυξη που καταγράφεται στον τομέα της οικοδομής δείχνει να κεντρίζει το ενδιαφέρον νέων ανθρώπων, που πλέον δραστηριοποιούνται επαγγελματικά επιλέγοντας τον συγκεκριμένο κλάδο.
«Η κινητικότητα που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια, μετά από μια μακρά περίοδο ύφεσης, δείχνει να κεντρίζει το ενδιαφέρον, ωστόσο οι ανάγκες παραμένουν πάντα αυξημένες, καθώς αναζητείται εξειδικευμένο αλλά και ανειδίκευτο προσωπικό και στην οικοδομή. Οι συνθήκες εργασίας, όπως και η μη τήρηση των κλαδικών συμβάσεων (κατά περίπτωση), αποτελούν σαφώς αποτρεπτικό παράγοντα, ωστόσο με τις διεκδικήσεις μας καταφέραμε να επιστρέψουν άνθρωποι στην οικοδομή.
Πρόκειται για δύσκολη δουλειά μα και για μια τέχνη που αποδίδει μεροκάματο. Αν και από τις αρχές του 2025 οι ρυθμοί έδειξαν να πέφτουν οι ανάγκες παραμένουν μεγάλες, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στον κλάδο δραστηριοποιούνται τοπικά περί τα 2.000 άτομα, που δεν επαρκούν για την οικοδομική δραστηριότητα που καταγράφεται, ενώ πρόχειροι υπολογισμοί θέλουν επιπλέον 1.000 άτομα εξειδικευμένου και ανειδίκευτου προσωπικού για την καλύτερη κάλυψη των αναγκών της αγοράς».