Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει αλλού ο κούκος, αλλά εδώ, στις δυτικές πλάγιες του όρους Λάκμος στη νότια Πίνδο, σίγουρα δεν έχει φέρει την άνοιξη φτάνοντας μόνος όπως κι εγώ. Μετά την έξοδό μου από την Εγνατία Οδό στο ύψος του Ανήλιου, ανηφορίζω πρωί και ήρεμα στη σκιερή δυτική πλευρά του βουνού, όπου το τοπίο θυμίζει βαθύ χειμώνα, έτσι όπως ταλαντεύεται ανάμεσα στο σκούρο καφέ και στο γκρι της τέφρας.
Μόνο το νερό, κατάλευκο, κινείται εδώ, δίνοντας μια κάποια αίσθηση αναγέννησης στο μουντό τοπίο, και μια χαριτωμένη σαλαμάνδρα βουνού που ή νομίζει ότι μπορεί να κάνει καμουφλάζ στην άσφαλτο ή απλά έχει τάσεις αυτοκτονίας, εκεί στη μέση του δρόμου. Την πήρα και την έβαλα στα χόρτα για να μην το έχω βάρος στη συνείδησή μου. Προφανώς δεν με πέρασε για θηρευτή, οπότε και δεν απειλήθηκα από το τοξικό υγρό που συνηθίζει να αφήνει για άμυνα.
Δύσκολος, ίσως και επικίνδυνος δρόμος για το όποιο απρόσμενο συναπάντημα αυτοκινήτων που κινούνται αντίθετα. Η φιδωτή διαδρομή με βγάζει σε αλπικό τοπίο, όπου η γνωστή άγρια Ήπειρος λαμπυρίζει απέναντι, μέσα από τις χιονισμένες της κορυφές.
Ήλιος, βροχή, συννεφιά και αναποφάσιστος Απρίλης. Αλλά το παιχνίδι του καιρού είναι συνάμα και γεωγραφικό παιχνίδι εδώ, αφού από Ήπειρο περνάς στη Θεσσαλία, για να ξαναβγείς και πάλι στην Ήπειρο, όπου και έβαλα σημάδι για το κλείσιμο της διαδρομής μου. Και ξεκινάει η κατάβαση μέσα από ελικοειδείς στροφές προς το μοναχικό Χαλίκι, το χωριό που έγινε πρωτοσέλιδο πρόσφατα, όταν κάτοικοι και μη αντιτάχθηκαν στις μπουλντόζες που ήρθαν μέχρι εδώ για την κατασκευή ενός υδροηλεκτρικού σταθμού σε υψόμετρο 1.200 μέτρων.
«Το μέρος αυτό είναι τόσο όμορφο, που ντρέπεσαι να πατήσεις», είπε κάποιος ντόπιος, κι εγώ λέω ότι θα μας σώσει ίσως η ομορφιά… αν πρώτοι εμείς τη σώσουμε! Χαζεύω ξανά και ξανά την αρμονία αυτού του πέτρινου χωριού από απέναντι, αφήνω το αυτοκίνητο δίπλα στο τοξωτό γεφύρι και το βολτάρω ίσα για να μπω στον χρόνο του. Από εδώ ξεκινάει και μια περιπατητική διαδρομή για τη Δρακόλιμνη Βερλίγκα… αλλά δεν είναι η ώρα. Κάποια κλικ μέσα στο χωριό και μετά επιστροφή στην πορεία μου. Την επιβλητική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου αλλά και αυτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος δίπλα στον δρόμο δεν μπορείς να τις προσπεράσεις έτσι απλά.
Ο Ασπροπόταμος πάντα στα δεξιά και μια απότομη στροφή που δείχνει τα χιλιόμετρα μέχρι το χωριό Καλαρρύτες, στην άλλη πλευρά του βουνού. Μια δεύτερη, ωστόσο, μεγάλη και κίτρινη ταμπέλα προειδοποιεί ότι ο δρόμος είναι κλειστός. Στέκομαι για δευτερόλεπτα κι αποφασίζω να κάνω την προσπάθεια. Έτσι κι αλλιώς δεν πιστεύω και πολύ στην υπευθυνότητα των υπευθύνων, συν του ότι είμαι υπέρ του ταξιδιού και όχι του προορισμού. Είναι λογικό, φυσικά, το πέρασμα του Μπάρου να μένει κλειστό σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα, αφού είναι ο ψηλότερος ασφαλτοστρωμένος δρόμος στην Ελλάδα. Πορεία του αυτοκινήτου στο δάσος, κι άλλη πέτρινη εκκλησία στην καρδιά του και ξανά αλπικό τοπίο, με τις ζώνες του χιονιού να κάνουν ζέμπρα το σώμα του βουνού. Ηλιόλουστη εδώ, ανοιξιάτικη μέρα και ατμόσφαιρα αναζωογονητική που γεμίζει τις ανάσες μου.
Δύο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο και με μια γύρα του ματιού απολαμβάνω όλες τις κορυφές που απλώνονται σαν ένα φυσικό στεφάνι. Ξεχωρίζουν το Περιστέρι στα 2.294 μ. και η Κακαρδίτσα με 2.429 μ. ύψος. Ο Αυχένας του Μπάρου είναι το πέρασμα που ενώνει οδικώς τη Θεσσαλία με την Ήπειρο και για πολλά χρόνια ήταν ο δρόμος που ακολουθούσαν τα καραβάνια των αγωγιατών μεταφέροντας εμπορεύματα αλλά και επιβάτες. Από εδω και οι κτηνοτρόφοι κάθε άνοιξη ανέβαζαν τα κοπάδια τους από τα θεσσαλικά χειμαδιά στα αλπικά λιβάδια της Ηπείρου.
Αλλά όλα αυτά ανήκουν στο τότε. Στο τώρα επαναφορτίζομαι με το φως του ήλιου, που μου ζεσταίνει με τρυφερότητα το σώμα και πέφτει πάνω στο χιόνι που έχει απομείνει δημιουργώντας εντυπωσιακές αντιθέσεις με το πρώτο πράσινο που αναδύεται. Κάθε φορά έχω την αίσθηση ότι αυτό το τοπίο μού κάνει μια μεγάλη αγκαλιά!
Οι ταμπέλες δείχνουν αριστερά το χωριό Ματσούκι και δεξιά, στην ίδια χιλιομετρική απόσταση, τους Καλαρρύτες. Όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένος προορισμός, υπάρχει μια πιο απλή, παιδική μέθοδος να αποφασίσεις. Το κάνω γιατί η ανεμελιά και η παιδικότητα κάνουν ακόμη πιο μαγικό το τοπίο.
«Α μπε μπα μπλομ…» και κέρδισε η αριστερή κατεύθυνση. Δώδεκα ακόμη χιλιόμετρα μέχρι το Ματσούκι. Στις κοφτές στροφές του ένας Άγγλος παραλίγο να φέρει σε βαθιά ερωτικό φιλί το Jeep μου με το FIAT που οδηγούσε. Το «Άγγλος» μού προέκυψε σαν υπόθεση γιατί οδηγούσε τέρμα αριστερά, και δυστυχώς κυκλοφορούν πολλοί «Άγγλοι» σ’ αυτά τα μέρη, γι’ αυτό και οδηγώ τέρμα δεξιά στις στροφές, τόσο που το αμάξι φλερτάρει με τους σκληρούς βράχους.
Ματσούκι. Ένα χωριό που κρέμεται πάνω απ’ το ρέμα και περνάει δύσκολα τον χειμώνα, καθώς οι κάτοικοί του είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και ο καιρός δύσκολος. Τα καλοκαίρια του είναι δροσερά και ευχάριστα με τον πολύ κόσμο που φτάνει στην πλακόστρωτη πλατεία του χωριού.
Οι θεωρίες για το πώς πήρε αυτό το ιδιαίτερο όνομα διίστανται. Εγώ κράτησα εκείνη που περιγράφει τους κάποτε κατοίκους να αντιμετωπίζουν έναν δράκο με ένα ματσούκι, δηλαδή ένα κομμάτι ξύλου. Δεν λέει ο μύθος τι έγινε τελικά, αλλά εγώ την υιοθέτησα γιατί εδώ οι ιστορίες με δράκους και νεράιδες ταιριάζουν γάντι.
Οι δείκτες πέρασαν το έντεκα, καλή ώρα για ένα τσίπουρο. Μπήκα στο πρώτο καφενείο του χωριού, από κείνα με τους παλιούς πάγκους με το ΟΜΟ και τα γάλατα εβαπορέ να υψώνονται τριγωνικά. Καραφάκι, μεζές, από πού είσαι, πρώτη φορά έρχεσαι, πώς τα περνάτε εσείς εδώ, δύσκολα τα πράγματα, ο Θεός να βάλει το χέρι του… Έτσι είναι οι μεταξύ αγνώστων «μιλιά» στα απομακρυσμένα χωριά: ένας φαρδύς δρόμος που στα πέντε λεπτά στενεύει και μετά γίνεται μονοπάτι με έξοδο παύλα διέξοδο τον Θεό. Πήρα κι εγώ λοιπόν το μονοπάτι κάτω απ’ το χωριό, αυτό που οδηγεί στην Ιερά Μονή Βύλιζας. Χτισμένη σ’ ένα σιάδι του βουνού Κριθάρια και στο χείλος απότομου γκρεμού ακριβώς πάνω από το Ματσουκιώτικο ποτάμι, μοιάζει με άγρυπνο φύλακα του χωριού.
Αυτό προδίδει και το όνομά της, που προκύπτει από τη λατινική λέξη «vigilo», που σημαίνει φυλάττω, αγρυπνώ. Άγριο και γραφικό τοπίο και μισή ώρα περπάτημα σ’ ένα καλοφτιαγμένο πέτρινο καλντερίμι που κι από μόνο του είναι λόγος για να το διασχίσεις. Οι βράχοι δεξιά γδαρμένοι απ’ τον καιρό, ο αέρας μυρίζει πέτρινη υγρασία και χλόη, κι από αριστερά αναδύεται το βουητό του ποταμού με τις σκιές των πετροχελίδονων να διαγράφουν κύκλους.
Ατελείωτος χορός στο χάος της κοιλάδας κι ένα τελευταίο κλικ με τη μηχανή στο φωτεινό μονοπάτι της επιστροφής, κόντρα στη σκιά και στα χιονισμένα βουνά απέναντι. Δίκαια το τοπίο της Πίνδου και αυτές οι κάποτε καθημερινές εικόνες, αντί να αποθηκευτούν απλώς σ’ ένα κινητό, δημιούργησαν την ποίηση του Κρυστάλλη:
«Θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια, θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω».