Συνήθως οι κάλπες των ευρωεκλογών χαρακτηρίζονταν στην Ελλάδα ως μια «έκφραση ασφαλούς διαμαρτυρίας», καθώς ο χαρακτήρας τους δεν θέτει υπαρξιακά πολιτικά διλήμματα, τέτοια δηλαδή που να εφάπτονται στην διακυβέρνηση της χώρας. Γι’ αυτό και στην περίπτωση που το κυβερνών κόμμα έβλεπε τα εκλογικά του ποσοστά να μειώνονται σε σχέση με τα ποσοστά που είχε λάβει στις βουλευτικές εκλογές, φρόντιζε να διαρρεύσει πως «το μήνυμα ελήφθη» και… η ζωή συνεχίζεται, ενώ το πολύ-πολύ να ακολουθούσε και κάποιος ανασχηματισμός πριν ξεκινήσουν τα μπάνια του λαού.
Οι ευρωκάλπες του Ιουνίου φαίνεται πλέον ξεκάθαρα πως αποκτούν άλλη διάσταση. Άλλωστε ήταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός που φρόντισε να το ξεκαθαρίσει την περασμένη Πέμπτη από το βήμα της Βουλής τονίζοντας ότι αυτές οι ευρωεκλογές δεν προσφέρονται ούτε για αποχή, ούτε για χαλαρή ψήφο αντίδρασης, γιατί θα καθορίσουν πολιτικά το διακύβευμα της χώρας.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, βοηθούντος και των δημοσκοπήσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα δώσει εκ νέου τον αγώνα συσπείρωσης των οπαδών και ψηφοφόρων της ΝΔ, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να σταματήσει την «αιμορραγία» στα δεξιά του, επιβεβαιώνοντας την πολιτική του κυριαρχία. Εκλογικός του στόχος δηλαδή να λάβει ένα ποσοστό υψηλότερο του 30%, αφήνοντας έτσι τον μουτζούρη στα κόμματα της αντιπολίτευσης και πιο συγκεκριμένα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ.
Η τραγωδία των Τεμπών
Θεωρείται δεδομένο στην παρούσα φάση πως είναι η υπόθεση των Τεμπών αυτή που αποτέλεσε τον μηχανισμό φθοράς της κυβέρνησης, καθώς και του ίδιου του Πρωθυπουργού προσωπικά.
Στο Μέγαρο Μαξίμου είναι προφανές πως υποτίμησαν τη δυναμική της τραγωδίας στην κοιλάδα των δακρύων, θεωρώντας πως το κοντέρ είχε μηδενιστεί λόγω της θριαμβευτικής επικράτησης της ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου.
Η τραγωδία των Τεμπών χρεώθηκε, σε πρώτη φάση, από τους πολίτες, στο σύνολο του πολιτικού συστήματος που κυβέρνησε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, καθώς τα βαγόνια που μετατράπηκαν σε φέρετρα αθώων ψυχών λειτούργησαν ως καθρέφτης των χρόνιων κρατικών παθογενειών που γνωρίζουμε όλοι μας. Επιπλέον, όλοι αντιλαμβανόταν πως και ο παράγοντας «ανθρώπινο λάθος» έπαιξε καθοριστικό ρόλο εκείνη τη μοιραία βραδιά.
Η ψήφος στον Κυριάκο Μητσοτάκη όμως δεν ήταν ψήφος επιβεβαίωσης της μη ευθύνης του. Αντιθέτως, ήταν εντολή να αλλάξουν όλα και να υπάρξουν οι εγγυήσεις πως τέτοιο δυστύχημα δεν θα συμβεί ποτέ ξανά. Ένα συντριπτικό ποσοστό των ψηφοφόρων θεώρησε πως ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε να το εγγυηθεί πιο αξιόπιστα από τους αρχηγούς των αντιπάλων κομμάτων.
Ρωγμές και… διαπλοκή
Η επέτειος ενός χρόνου από το δυστύχημα και η δράση των συγγενών των θυμάτων, προεξάρχουσας της κυρίας Καρυστιανού, σε συνδυασμό με ερωτήματα που άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας και αφορούσαν τους κυβερνητικούς χειρισμούς επί της συγκεκριμένης υπόθεσης, προκάλεσαν πραγματικές ρωγμές στο κυβερνητικό οικοδόμημα.
Η υπόθεση των Τεμπών είχε χαθεί επικοινωνιακά, αλλά και ουσιαστικά. Η κυβέρνηση βρέθηκε απολογούμενη και η πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η αντιπολίτευση συνέπεσε με την αποπομπή των δυο πιο στενών συνεργατών του Πρωθυπουργού από το Μέγαρο Μαξίμου.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στην κυβέρνηση και στον επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη δημιουργούν ένα σκηνικό το οποίο αναμφίβολα προετοιμάζει τους πάντες για… σκληρό ροκ ενόψει των εκλογών του Ιουνίου.
Ευρωπαϊκά σενάρια αποχώρησης του Κυριάκου Μητσοτάκη
Την ίδια ώρα που το πολιτικό σύστημα έχει τεθεί σε κατάσταση συναγερμού πολλοί είναι εκείνοι που εξετάζουν προσεκτικά και το σενάριο αποχώρησης του Πρωθυπουργού από την προεδρία της κυβέρνησης για μια θέση στο ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα. Μια τέτοια πιθανότητα, άμεσα συναρτώμενη και αυτή από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιουνίου, ανακατεύει για τα καλά την εγχώρια πολιτική τράπουλα, καθώς το παιχνίδι διαπερνά πλέον και το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος. Τα ονόματα των Κωστή Χατζηδάκη, Νίκης Κεραμέως, Κυριάκου Πιερρακάκη και Νίκου Δένδια συζητιούνται ήδη από διάφορους κύκλους στο παρασκήνιο, σε περίπτωση που ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέξει μια ευρωπαϊκή θέση, ωστόσο ο ίδιος, με δημόσιες δηλώσεις του, έχει απορρίψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Θεωρείται πλέον δεδομένο πως ο δρόμος μέχρι την κάλπη των ευρωεκλογών θα είναι τραχύς και επικίνδυνος από πολιτικής άποψης, με ότι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο οικονομίας και κοινωνίας. Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν ήδη μια δυναμική προς τα δεξιά της κυβέρνησης, ενώ τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ φαίνεται πως δεν μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά την κυβερνητική φθορά.
Ωστόσο το ερώτημα που αρχίζει να σχηματίζεται σε ολοένα και περισσότερα στόματα είναι ένα: αν οι πολίτες δεν εμπιστεύονται την αντιπολίτευση και πλέον αρχίζουν να μην εμπιστεύονται και την κυβέρνηση, τότε τι μέλλει γενέσθαι για την χώρα;
Και είναι αυτό ακριβώς το ερώτημα που με τη σειρά του θέτει και το επόμενο: αντέχει η χώρα έναν ακόμη διχασμό;