Paul Auster
Αιματοβαμμένο Έθνος
Εκδόσεις Μεταίχμιο
«Οι Αμερικανοί έχουν είκοσι πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να δεχτούν πυροβολισμό απ’ ότι οι πολίτες άλλων πλούσιων, προηγμένων, όπως λέγεται, χωρών και, παρότι ο πληθυσμός μας δεν ανέρχεται ούτε στο μισό εκείνων των δυο δωδεκάδων άλλων χωρών, το 82% όλων των θανάτων από πυροβόλο όπλο σημειώνονται εδώ… Γιατί διαφέρει τόσο πολύ η Αμερική και τι είναι αυτό που μας κάνει την πιο βίαιη χώρα του δυτικού κόσμου;»
Ο Paul Auster αφήνει στην άκρη για λίγο τα μυθιστορηματικό τρόπο γραφής του και καταπιάνεται με ένα θέμα, οι λεπτομέρειες του οποίου σοκάρουν κάθε άνθρωπο που ζει σε ελεύθερα, δημοκρατικά καθεστώτα. Στο βιβλίο του «Αιματοβαμμένο Έθνος» -Εκδόσεις Μεταίχμιο- τοποθετεί το δάχτυλο του βαθιά σε μια ανοιχτή πληγή που διαπερνά το σώμα ολόκληρης της Αμερικής, σε μια εποχή όπου τα βλέμματα ολόκληρου του πλανήτη στρέφονται εκεί, ενόψει των κρίσιμων προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, με τη βοήθεια του φωτογράφου Spencer Ostrander επιχειρεί να παρουσιάσει ένα ανάγλυφο αίματος που ρέει σχεδόν καθημερινά σε πολιτείες των ΗΠΑ εξαιτίας της από ανθρώπους που δεν διστάζουν να τα χρησιμοποιήσουν. Τα στοιχεία που παραθέτει σοκάρουν: «… αυτή τη στιγμή υπάρχουν 393 εκατομμύρια όπλα στην κατοχή κατοίκων των ΗΠΑ –πάνω από ένα όπλο για κάθε άντρα, γυναίκα και παιδί σε αυτή τη χώρα. Κάθε χρόνο περίπου 40.000 Αμερικανοί σκοτώνονται από τραύματα λόγω πυροβολισμού, κάτι που χονδρικά ισοδυναμεί με τον ετήσιο αριθμό θανάτων από τροχαία δυστυχήματα στους αμερικανικούς δρόμους και αυτοκινητόδρομους…»
Ο Αμερικανός συγγραφέας χρησιμοποιεί τις φωτογραφίες του Ostrander, στις οποίες δεν απεικονίζεται κανένα ανθρώπινο πρόσωπο, παρά μόνο κτίρια βουβά, μέρη που έχουν συνδεθεί με τραγωδίες εξαιτίας της χρήσης όπλων, και ανατέμνει την ιστορία των ΗΠΑ προσπαθώντας να εξηγήσει κάτι που σε όλους εμάς ακούγεται εξωπραγματικό.
«Ελλείψει άλλης εξήγησης, υποψιάζομαι ότι η αδιαφορία μου για τα όπλα πήγαζε από το γεγονός ότι τίποτα στο περιβάλλον μου δεν με είχε προδιαθέσει γι’ αυτά», γράφει σε τόνο προσωπικό ο συγγραφέας για να συμπληρώσει «αν είχα μεγαλώσει οπουδήποτε αλλού, με άλλους γονείς, σε μια άλλου τύπου κοινότητα, και αν ο πατέρας μου με είχε ενθαρρύνει να δω την ενασχόλησή μου με τα όπλα ως μια από τις βασικές επιταγές της ανδρικής ταυτότητας, όντας ένα αγόρι με έμφυτη σκοπευτική δεινότητα, ασφαλώς θα είχα ακολουθήσει το παράδειγμά του με ενθουσιασμό». Ωστόσο δεν αργεί να αποκαλύψει το καλά κρυμμένο οικογενειακό του μυστικό, ένα μυστικό που ο ίδιος ο συγγραφέας έμαθε τυχαία σε μεγαλύτερη ηλικία: η γιαγιά του, μια Πέμπτη του 1919, είχε σκοτώσει τον παππού του…
Ο Auster πιάνει το νήμα της ιστορίας πίσω στην εποχή προτού γεννηθεί η ιδέα των ΗΠΑ. Μιλάει για την δουλοκτησία και τις ομάδες πολιτοφυλακών που είχαν ταχθεί στη μάχη για την εξολόθρευση των Ινδιάνων και τις περιπολίες για το κυνήγι μαύρων σκλάβων και αναφέρεται στη Δεύτερη Τροπολογία της Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Πολίτη και στην «πρόταση με τη διφορούμενη διατύπωση»: «Μια καλά εποπτευόμενη πολιτοφυλακή, απαραίτητη για την ασφάλεια ενός ελεύθερου κράτους, κα το δικαίωμα ενός λαού να διατηρεί και να φέρει όπλα δεν θα τεθεί περιορισμούς».
«Γιατί στην ευχή να θέλει κάποιος να σκοτώσει ανθρώπους που δεν γνωρίζει, ειδικά ανθρώπους που δεν τον έβλαψαν ποτέ και που κατά πάσα πιθανότητα θα τον βοηθούσαν να σηκωθεί, αν τον έβλεπαν να πέφτει, ή θα έβαζαν το χέρι στην τσέπη και θα του έδιναν ένα δολάριο, αν τους έλεγε ότι πεινούσε;», αναρωτιέται ο συγγραφέας, ο οποίος δίνει παραθέτει παραδείγματα φρίκης και παράνοιας, περιγράφοντας ανατριχιαστικές ιστορίες αιματοκυλίσματος από τις οποίες αναδεικνύονται ανθρώπινες φιγούρες που φαίνεται, σε πολλές περιπτώσεις, να συμμετέχουν σε έναν ιδιότυπο συναγωνισμό για να σπάσουν το ρεκόρ θυμάτων σε μαζικές δολοφονίες! «… στα μάτια τους ο αφανισμός αγνώστων έχει μετατραπεί τόσο σε ανταγωνιστικό άθλημα όσο και σε μια σκοτεινή νέα παραλλαγή σύγχρονης παραστατικής τέχνης. Είναι το πιο πρόσφατο δώρο της Αμερικής στον κόσμο, μια ψυχοπαθητική υποσημείωση σε προηγούμενα θαυμαστά επιτεύγματα όπως ο λαμπτήρας πυράκτωσης, το τηλέφωνο, το μπάσκετ, η τζαζ και το εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας…»
Ο Paul Auster κάνει ιδιαίτερη αναφορά στους Μαύρους Πάνθηρες και στο συμβάν που έλαβε χώρα στις 2 Μαΐου 1967, όταν 30 μέλη του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων μπήκαν στο κτίριο του Πολιτειακού Καπιτωλίου για να διαμαρτυρηθούν εναντίον ενός νομοσχεδίου για τον έλεγχο των όπλων… χωρίς να παραβιάζουν τον νόμο και φτάνει στο σήμερα, όταν ένα όχλος οπαδών του Τραμπ εισέβαλε στο Καπιτώλιο με σκοπό να λιντσάρει τον Αντιπρόεδρο και να δολοφονήσει τους ηγέτες του Δημοκρατικού κόμματος στη Βουλή τω Αντιπροσώπων, ένα απίστευτο γεγονός που παρακολούθησε όλος σχεδόν ο κόσμος σε απευθείας μετάδοση από τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία.
«Η Αμερική έχει περιέλθει σε μια νέα, μέχρι πρότινος αδιανόητη κατάσταση», γράφει ο Auster και την διαπίστωσή του αυτή αντηχούν ολοένα και περισσότερα ρεπορτάζ και αναλύσεις που γράφονται με αφορμή τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.
Ίσως κάποιοι να προσπαθήσουν να απαντήσουν απλουστευτικά στα ερωτήματα που γεννά και μόνο ο τίτλος του βιβλίου, χωρίς φυσικά να το διαβάσουν, κάτι που αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό των κοινοτήτων που αναπτύσσονται στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Κάποιοι άλλοι πάλι, ίσως αναρωτηθούν γιατί το θέμα που πραγματεύεται ο Auster να αφορά έναν Ευρωπαίο, Έλληνα, πολίτη. Η απάντηση αυτή, όπως και κάθε απορία που τυχόν δημιουργούν οι εικόνες που έρχονται από την Αμερική, εμπεριέχονται στο βιβλίο του Auster. Ο κόσμος μας πλέον λειτουργεί με ταχύτητα ως ενιαίο, πολλές φορές, σώμα. Παραλογισμοί, «αποκαλύψεις», «καλά κρυμμένα μυστικά», διαχέονται μέσω του διαδικτύου από την μια άκρη του πλανήτη μας στην άλλη. Τα κοινωνικά φαινόμενα που αναπτύσσονται στις δυτικές κοινωνίες δεν διαφέρουν Από χώρα σε χώρα, σε μια εποχή όπου όλα έχουν κονιορτοποιηθεί και οι όποιες σταθερές ρύθμιζαν τις ισορροπίες εντός των κοινωνιών έχουν απορρυθμιστεί. Οι σκέψεις και οι προβληματισμό που γεννά η ανάγνωση του «Αιματοβαμμένου Έθνους» δεν περιορίζονται εντός των αμερικανικών συνόρων…