Της Ειρήνης Παπουτσή
Με ένα διαδικτυακό… κουίζ επέλεξε να εκφράσει την άποψή του για μουσειολογικές μελέτες της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα ο νέος πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της, Μάνος Στεφανίδης, μιλώντας τουλάχιστον απαξιωτικά για συγκεκριμένες επιλογές, που τις αφορούν.
«Φωτογραφίζοντας» ευθέως την Ιστορικό της Τέχνης και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Συραγώ Τσιάρα, «για το στήσιμο ετερόκλητων πραγμάτων ώστε να δημιουργήσει εντυπώσεις» και περιγράφοντας μια αξιόλογη μεν Πινακοθήκη, την οποία δε, «κατατρύχει η γενικότερη μετριότητα που χαρακτηρίζει τη διαχείριση του νεότερου πολιτισμού μας», ο κ. Στεφανίδης επιλέγει να ανοίξει έναν διαδικτυακό διάλογο, καταθέτοντας άποψη ως εξής:
«Κουίζ: Ποια διευθύντρια τοποθέτησε έργο του Doris δίπλα (!) σε Μπουζιάνη; Ποιος μουσειολόγος άφησε το γραφείο του Γ. Κατσίγρα χωρίς πίνακες ή βιβλία;», για να συνεχίσει στα σχόλιά του με την επισήμανση πως «δε θέλει πόλεμο», προσθέτοντας μάλιστα πως «… αν δεν ξέρετε ποιος είμαι κι αν θέλετε πόλεμο, είμαι πολύ καλός ΚΑΙ στις πολεμικές τέχνες!».
«Παιδιά, δε θέλω πόλεμο. Θέλω να βοηθήσω για να πάμε το Μουσείο μπροστά. Ούτε ήρθα για ν’ ασκήσω κριτική ή να μηδενίσω το έργο της οποιασδήποτε. Όμως αν δεν ξέρετε ποιος είμαι κι αν θέλετε πόλεμο, είμαι πολύ καλός ΚΑΙ στις πολεμικές τέχνες!», ήταν η ανάρτηση που προκάλεσε τα σχόλια των διαδικτυακών του φίλων, με τον ίδιο να επανέρχεται λίγο παρακάτω αναλύοντας τη σκέψη του και βάλλοντας κατά συγκεκριμένων επιλογών, μιλώντας για «αφελές στήσιμο» εκθέσεων, δημιουργία εντυπώσεων και «βλακώδεις» προτάσεις που αφορούν στο στήσιμο των επίπλων Σλήμαν!
Πιο αναλυτικά αναφέρει:
«Είναι πλέον σύνηθες στο πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας αντίληψης να στήνεις ετερόκλητα πράγματα για να δημιουργήσεις εντυπώσεις. Όμως είναι άλλο να τοποθετείς δίπλα – δίπλα έναν Καραβάτζιο κι έναν Μπέϊκον σχολιάζοντας τη βία διαχρονικά κι άλλο πράγμα Μπουζιάνη και Ντόρις. Είναι αντιπαιδαγωγικό γιατί ο θεατής εισπράττει τα έργα ως ισοδύναμα. Που δεν είναι! Ένα μουσείο υπερασπίζεται και δεν καταργεί την αισθητική.
Όπως επίσης είναι αφελές το στήσιμο με τους πίνακες τον έναν κολλημένο δίπλα και επάνω στον άλλο, ενώ έχεις χώρους ελεύθερους, γιατί έτσι ακυρώνονται όλα τα έργα. Ούτε αποτελεί μουσειολογική πρόταση να κρατάς στα υπόγεια αριστουργήματα του Γαλάνη, του Τριανταφυλλίδη κ.α. εν ονόματι κάποιων ιδεοληψιών που αυτοαποκαλούνται “ενότητες”. Επίσης είναι βλακώδες να μην μπορούν να μετακινηθούν δύο καρέκλες στο ιστορικό γραφείο του Σλήμαν για να μην θιγεί η… μουσειολογική μελέτη! Λες και η θεατρικότητα στο στήσιμο δεν αποτελεί πρωτεύον μουσειολογικό ζητούμενο. Εκτός κι αν εννοούν την συμπαθέστατη Ελεονώρα Μελέτη!
Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι και την τόσο αξιόλογη, από πλευράς συλλογών και υποδομών, Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας κατατρύχει η γενικότερη μετριότητα που χαρακτηρίζει τη διαχείριση του νεότερου πολιτισμού μας. Είναι παρήγορο ότι η νέα δημοτική αρχή έχει επίγνωση όλων αυτών των προβλημάτων. Από τη δική μας πλευρά και τα πέντε μέλη της καλλιτεχνικής επιτροπής θα τη βοηθήσουμε με τον πιο ουσιαστικό τρόπο».
Όπως ήταν επόμενο τα ερωτήματα σχετικά με τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους, με τον πρόεδρο της Καλλιτεχνικής Επιτροπής να απαντά ευθέως, δίχως να ονοματίζει: «Η νυν της Εθνικής Πινακοθήκης όταν ήταν στο Μουσείο Κατσίγρα, στη Λάρισα. Και ο αρχιτέκτονάς της. Ο οποίος “σημαίνει” τα έργα με μία κίτρινη “ποδέα” από κάτω ώστε τα ίδια τα έργα να εξαφανίζονται».
Η τοποθέτηση προφανώς και… «σήκωσε σκόνη» στους εικαστικούς κύκλους αλλά και την κοινωνία της Λάρισας, καθώς η Δημοτική Πινακοθήκη, πιστοποιημένο Μουσείο από το υπουργείο Πολιτισμού, με αξιοπρόσεκτη πορεία και δυναμική αποτελεί εκ των κορυφαίων τοπόσημων και σημείο αναφοράς για τη Λάρισα, ενώ η «Επανασύνδεση», σε επιμέλεια της Συραγούς Τσιάρα, συγκέντρωσε πλήθος επισκεπτών και συνοδεύτηκε από ανάλογα κολακευτικά σχόλια.
Θυμίζουμε τέλος πως όσον αφορά στα έπιπλα Σλήμαν, η μουσειογραφική μελέτη έγινε από τον αρχιτέκτονα, Αντώνη Μόρα (με μεταπτυχιακό στο πρόγραμμα Σχεδιασμός του Χώρου με ειδίκευση στον Πολιτισμό) και η μουσειολογική μελέτη από την Ιστορικό της Τέχνης, Συραγώ Τσιάρα, ενώ, όπως περιγράφεται αναλυτικά στον σχετικό κατάλογο, τα έπιπλα Σλήμαν τοποθετήθηκαν όπως ακριβώς υπήρχαν στημένα και στο γραφείο του αείμνηστου δωρητή Κατσίγρα, η δε τοποθέτησή τους στην Πινακοθήκη έγινε παρουσία μέλους της οικογένειάς του.
Σημειώνεται τέλος πως ο τρόπος τοποθέτησης των επίπλων, πέρα από την πραγματική απεικόνιση του γραφείου Κατσίγρα, στηρίχθηκε σε σαφείς οδηγίες του Τμήματος Νεότερων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, με έδρα τον Βόλο, που απαγόρευαν ρητά την καταπόνησή τους με τυχόν τοποθέτηση διακοσμητικών πάνω τους, καθώς είναι χαρακτηρισμένα ως αντικείμενα πολιτιστικής κληρονομιάς.