Θωμάς Ψύρρας
Άρτιο κατά παρέκκλιση
Εκδόσεις Μεταίχμιο
«Κάτσε στ’ αυγά σου…»
Αλλά προτού ξεκινήσουμε να κάνουμε μια ακόμα εξήγηση. Άκου… Δεν ξέρω το πώς εσύ εννοείς το Δίκιο. Αλλά άμα βγαίνε από το δικό μου στόμα αυτή η λέξη –θέλω να το ξέρεις- τη λέω με Δ κεφαλαίο-μεγάλο «Δ». Πολύ μεγάλο. Μέγιστο ως τον κόσμο όλον κι ακόμα μεγαλύτερο. Γιατί άμα ο κόσμος δεν είναι από Δικαιοσύνη φτιαγμένος, τότες για ποιον λόγο έγινε; Τι με κοιτάς; Σιγά τις φιλοσοφίες που λέω. Η Δικαιοσύνη είναι που μας κρατεί στον κόσμο, αυτή είναι η δύναμις που κρατεί ζυγιασμένα κι αρμονικά τα πάντα, τόπους, ουρανούς, άστρα, φυτά, ζωντανά κι ανθρώπους. Όλα. Σ’ τα λέω αυτά για να καταλάβεις πως, άμα έχεις όρεξη ν’ ακούσεις καταπώς λες, θα δεχτείς αυτή την αρχή. Γιατί εγώ έτσι ερμηνεύω τον κόσμο».
Ο Αθανάσιος Μαντέλας, ο ήρωας του Θωμά Ψύρρα στο τελευταίο του βιβλίο Άρτιο κατά παρέκκλιση, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι ο παππούς που θα θέλαμε να είχαμε στο σπίτι. Να τον βλέπουμε να ξεχορταριάζει τον κήπο, να φροντίζει τα λουλούδια, να πίνει το τσιπουράκι του συνοδεία δικών του μεζέδων και να διηγείται επεισόδια της ιστορίας του.
Είναι ταυτόχρονα και η φωνή του συγγραφέα, ο οποίος βάλθηκε με το τελευταίο του βιβλίο να τραβήξει δυνατά την κουρτίνα της χώρας και να την αφήσει ξεγυμνωμένη μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος διαβάζοντας απνευστί τις σελίδες του βιβλίου, είναι σίγουρο πως θα πιάσει πολλές φορές τον εαυτό του, είτε να χαμογελάει πικρά, είτε να μονολογεί… «αυτοί είμαστε».
Η ιστορία του Αθανάσιου Μαντέλα μοιάζει κοινή με εκείνες δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων που βρέθηκαν να έχουν εγκλωβιστεί στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, φτάνοντας να κινδυνέψουν να χαθούν οι κόποι της ζωής τους. Ιστορίες πολιτών που κατέφυγαν στη Δικαιοσύνη για να βρουν το δίκιο τους, αλλά κατέληξαν να κλαίνε σε δικαστικές αίθουσες που μυρίζουν διαπλοκή.
“Ε, λοιπόν, φίλε μου, ξέρεις τι φταίει; Εγώ, που λες, ο αγράμματος το σκέφτηκα: το «δίκιο» είναι πολύ κοντά στο «δικό». Τι τα χωρίζει; Ένα γράμμα, μια κλούτσα στο χαρτί, ούτε μισή φωνή, ένα τίποτα. «Το δίκιο το δικό μου». Αλλά το Δίκιο πάει περίπατο άμα βάλεις πλάι το «δικό μου». Αυτά τα δυο δεν πάνε μαζί, πανάθεμά με!
«Η νουβέλα βασίζεται στην αφήγηση μιας δικαστικής περιπέτειας ενός ταλαιπωρημένου αγρότη, του Αθανάσιου Μαντέλα- ο οποίος κάποια στιγμή βρίσκεται ανέλπιστα με κάμποσα χρήματα και αγοράζει στη θάλασσα ένα σπίτι εκπληρώνοντας το όνειρο της ζωής του να μη ζει πλέον σκυμμένος δουλεύοντας τη γη αλλά να έχει μπροστά του αγνάντι. Όμως, σύντομα, αντιλαμβάνεται ότι έπεσε σε χέρια εργολάβων που εκμεταλλεύονται χτίζοντας παράνομα. Ο αρχικός θυμός του α την κοροϊδία, μετατρέπεται σε οργή για την καταστροφή της φύσης. Έτσι με κίνδυνο να κατεδαφιστεί και το δικό του σπίτι, ξεκινά μια δικαστική περιπέτεια .Από κείνη τη στιγμή αυτός που κατάγγειλε το ίδιο του το σπίτι ως παράνομο μπλέκεται με την ελληνική διοίκηση, τη γραφειοκρατία, την πολυνομία, τα τοπικά δίκτυα συμφερόντων, την υπαλληλική ιεραρχία, τον ρόλο του τύπου, τη διαφθορά, τη διαπλοκή της δικαιοσύνης, τον κομματικό υπολογισμό, τα κλειστά στόματα…», περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, μιλώντας για την υπόθεση του βιβλίου του.
Μια καταγγελία λοιπόν με προσωπικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος, φέρνει τον ήρωα μας απέναντι σε ιδιωτικά και πολιτικά συμφέροντα, στην γραφειοκρατία και στη Δικαιοσύνη. Το θύμα επιχειρείται να μεταβληθεί σε θύτης. Κι αυτό για να γλυτώσει η ντόπια διαπλοκή. Διαπλοκή, φυσικά, σε όλα τα επίπεδα: Μηχανικοί, υπάλληλοι της αυτοδιοίκησης, δικηγόροι, δικαστές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί.
Αυτό που επιτυγχάνει ο Θωμάς Ψύρρας με το Άρτιο κατά παρέκκλιση είναι να περιγράψει με ανατομική ακρίβεια μια χώρα… Άρτια κατά παρέκκλιση. Μια χώρα όπου υποτίθεται πως όλοι μας, λαός και εξουσία, αγωνίζονται για να την δουν άρτια, ωστόσο όλοι επιθυμούμε να υπάρχει και η… παρέκκλιση, γιατί αλλιώς δεν γίνεται. «Έτσι έχουμε μάθει», ακούς στα καφενεία, το ακούς εννίοτε και εντός της Βουλής. Αυτό αποτελεί πλέον οργανικό κομμάτι στο νεοελληνικό DNA. Είναι το οργισμένο δάχτυλο του πολίτη που δείχνει το «σύστημα», την ίδια ακριβώς ώρα που επιθυμεί σφόδρα να γίνει και ό ίδιος μέρος του συστήματος.
Η νουβέλα του Ψύρρα αποτελεί όμως και ένα υπέροχο οικολογικό κείμενο. «Οικολογικό» με την γνήσια έννοια του όρου, που μυρίζει αέρα, χώμα και θάλασσα. Χωρίς πολιτικά φτιασιδώματα και οικονομικές παραβολές.
“Όποιος χαλνάει τη φύση γένεται άδικος και κακός. Το δίκιο της δε χωράει στο «δικό μου» και το «δικό σου». Το δίκιο της δεν έχει «μου» και «σου». Το δίκιο της είναι από μόνο του, γιατί αλλιώς αλίμονό μας. Ο κόσμος θα γενεί χαβούζα, βόθρος, να πετάει ο καθένας ό,τι σάπιο κουβανεί, ό,τι απόπλυμα έχει. Και άντε εμείς ζήσαμε, όσο ζήσαμε, αλλά τι κόσμο θα παραδώσουμε; Πώς να κλείσεις τα μάτια σου και ν’ αφήσεις πίσω έναν τέτοιο κόσμο;”, αναρωτιέται ο μπάρμπα Θανάσης , μιλώντας μια γλώσσα ατόφια Θεσσαλική, τέτοια που σου φέρνει στο νου τους δικούς σου προγόνους, ορίζοντας, ταυτόχρονα, και το χρέος του ανθρώπου που του δόθηκε το δώρο να περπατάει και να αναπνέει πάνω σε τούτα τα χώματα.
«Έκοψε εξήντα τέσσερις βελανιδιές. Ρήμαξε το δάσος. Το σπίτι που πήραμε στέκεται επάνω στον πόνο του δέντρου», μονολογεί και αποφασίζει να πράξει το καθήκον του, το χρέος του, έτσι όπως το ορίζει ο ίδιος, όπως το ορίζει κάθε τίμιος άνθρωπος που θέλει σαν βάνει το κεφάλι του στο μαξιλάρι να κοιμηθεί, αυτό να μην στριφογυρίζει από βάρη και τύψεις.
«Ετούτοι χαλνούν τον τόπο κι έχω χρέος να σταματήσω το χαλασμό. Χρέος έχω στα παιδιά και στα εγγόνια μου και στην πλάση όλη. Κι επειδή είμαι αγρότης, χρέος έχω στην γη που με τάισε, στον ουρανό που μ επότισε, στον ήλιο που με ζέστανε, και στα δέντρα που με ίσκιωσαν. Κι άμα αφήσω εγώ να χαλνούν οι επιτήδειοι τον τόπο, άμα αφήσει κι ο άλλος κι ο παράλλος, πάει ο τόπος, πάει η φύση, πάει η πατρίδα».
Και είναι η γυναίκα του μπαρμπα Θανάση, το ταίρι του στη ζωή, που του το εξηγεί με τρόπο μοναδικό:
«Άκου» με λέει. «Πόσους χρόνους δουλέψαμε τη γης; … Μια ζωή. Απ’ αυτήν ήπιαμε, απ’ αυτή χορτάσαμε, απ’ αυτή περάσαμε και φτάσαμε ως εδώ. Άμα δεν κρατάς σέβας γι’ αυτό που ήτανε η ταή και η απαντοχή σου, αλί και τρισαλί. Πάει ο άνθρωπος. Χαλνάει και γένεται κακούργος. Κι άτιμος. Όσα κι αν φκιάσει, λεφτά, πράματα, παιδιά, ζωντανά, γυρνάνε καταπάνου στην κεφαλή του. Να κοιμηθει δεν μπορεί, γιατί και στ’ ονειρό του ανάθεμα ακούει, ανάθεμα κι ανάθεμα. Κι αλίμονο στα άσπρα του μαλλιά. Κακούργος κι άνομος όποιος δεν τιμά της γης τις χλωρασιές και τα καρπίσματα που δίνει. Εσύ μωρέ, τ’ αντέχεις; Τώρα, τώρα δα, να σ’κωθώ και να πω “σπίτι δεν έχω πλιο, κεραμίδι απάνου στο κεγφάλι μου δεν έχω, γύφτισσα και χειρότερη”. Αλλά να σ’ κώσω χέρα άδικη στον τόπο, να αδικήσω το χώμα της γης, τα πλάσματα του Θεού; Δεν τη μπορώ τέτοια αμαρτία…
Ο ήρωας του Ψύρρα αποφασίζει να τα βάλει με (ελληνικούς) θεούς και δαίμονες. Το χρονικό της περιπέτειάς του, όπως το εξιστορεί στον δημοσιογράφο που του παίρνει τη συνέντευξη, αν δεν σε εξοργίσει, θα σε κάνει να δακρύσεις από την αδικία. «Άμα μπερδεύεσαι με τα άδικα, γίνεσαι άδικος και κακός δίχως να καταλάβεις. Σα να περνάς από σκόνη. Θες δε θες, σκονίζεσαι. Και χρειά να τιναχτείς μη χαλάσεις και γίνεις σαν εκείνους που σιχαίνεσαι», λέει ο Αθανάσιος Μαντέλας και αυτός τινάζεται όσο πιο ψηλά μπορεί. Δυστυχώς στη χώρα αυτή τα τινάγματα των απλών πολιτών δεν γίνεται σχεδόν ποτέ να καταγράψουν ρεκόρ. Κι αυτό γιατί έχουν φροντίσει όλοι με τον τρόπο τους να «παγιδέψουν» τέτοιου είδους άλματα. Γι’ αυτό και η τελική επωδός είναι «κάτσε στ’ αυγά σου». Που να μπλέξεις τώρα; Άλλωστε, όπως λένε και στον ήρωά μας, «σήμερα το ζήτημα είναι να τα κονομήσουμε».
Η καινούργια νουβέλα του Θωμά Ψύρρα δεν είναι ένα απλό ανάγνωσμα. Θα έπρεπε να αποτελεί υποχρεωτικό ανάγνωσμα για τις εξετάσεις στη σχολή δημόσιας διοίκησης ή στις εξετάσεις για το δικαστικό σώμα. Για το Κοινοβούλιο δεν το συζητώ. Εκεί αποκλείεται να έχουν ακούσει για τις περίφημες «Αναπτυξιακές», τους δασικούς χάρτες και το Κτηματολόγιο, το παραδικαστικό κύκλωμα και πάει λέγοντας. Άλλωστε αν τα είχαν ακούσει, ε, δεν μπορεί, όλο και κάποιος θα είχε παραιτηθεί…