Μάρω Δούκα
Φελιτσιτά
Εκδόσεις Πατάκη
«… σε μια στιγμή μπορεί να δεις όλη σου τη ζωή να γίνεται γκρεμίδια…»
Ο Κωνσταντίνος Καβουράκης ή Κάβουρας,
με τους δυο γιους, τον Ευάγγελο και τον Στέλιο,
και τη μια κόρη, τη Βούλα.
Τη σύζυγο του την ωραία τη λένε Ελένη…
Μια οικογένεια. (Πολλές οικογένειες).
Μια οδός, (πολλές οδοί), η Αιόλου, στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας.
Και μια γάτα, η Φελιτσιτά.
Ένας άστεγος. (Πολλοί άστεγοι).
Ιστορίες κοινές, δράματα καθημερινά, άνθρωποι «σκιές» με τους οποίους αποφεύγουμε να συναντηθούμε. Ούτε καν τα βλέμματά μας. Είναι υπαρκτοί, γύρω μας, ανύπαρκτοι όμως τόσο στην καθημερινότητα, όσο και στην προοπτική, καν. της σκέψης μας. Πώς άραγε να βρέθηκαν στον δρόμο;
«Το πιο βρωμερό ζώο είναι ο άνθρωπος…»
Ε, μωρέ… κάτι κακό θα έκαναν. Ή κάποιο «λάθος» θα έγινε. Ένα «λάθος» όμως που επειδή είναι ανθρώπινο, μπορεί να συμβεί σε όλους. Μα σε όλους όμως. Κι όποιος, τυχόν, έχει ενστάσεις, ας κάνει μια κουβέντα με γνωστούς επιχειρηματίες, ανθρώπους νοικοκύρηδες, που βρέθηκαν μέσα στο κελί για χρέη προς το δημόσιο για παράδειγμα. Αυτό είναι όμως μια άλλη ιστορία, έστω και αν η ρίζα η κοινή είναι το «λάθος».
«…το έχει στο αίμα του ο άνθρωπος να ταπεινώνει, να περιγελά τον διπλανό του, τον γείτονα, τον συνάδελφο, και πόσο μάλλον τον εργαζόμενο του, δεν βλέπεις τα μικρά παιδιά πώς τρώγονται, πώς βρίζονται, πώς βασανίζει το ένα το άλλο, ζούγκλα, όχι μόνο τώρα, από παλιά, μόνο που τώρα φτάνει πιο γρήγορα σε μας το κακό…»
Η οικογένεια του κεντρικού ήρωα, του Κωνσταντίνου Καβουράκη δεν είναι μια οικογένεια με μοναδικά χαρακτηριστικά. Αντιθέτως ενσαρκώνει όλα εκείνα τα στοιχεία μιας τυπικής, ελληνικής, οικογένειας. Το ζευγάρι που παντρεύεται σε μικρή ηλικία (τα πρώτα απωθημένα δηλαδή του μέλλοντος ενυπάρχουν ως σπόροι ανικανοποίητου παρελθόντος), η διαμονή τους στο μικρό σπίτι με τον κηπάκο, προίκα της γυναίκας. Ο άντρας που είχε όνειρο να γίνει αστυνομικός αλλά κατέληξε ιδιωτικός υπάλληλος, η γυναίκα δημόσιος υπάλληλος σε υπουργείο και τα τρία τους παιδιά, δυο αγόρια, -το ένα παντρεμένο-, και ένα κορίτσι.
Ο μεγάλος γιος, ο Ευάγγελος δουλεύει ως φοροτεχνικός. Ο Στέλιος είναι καθηγητής φιλόλογος σε σχολείο και είναι παντρεμένος με την Αγγέλα, καθηγήτρια πανεπιστημίου. Η Βούλα είναι κομμώτρια και διατηρεί δικό της κομμωτήριο στο Παγκράτι.
Η οικογένεια, όπως και κάθε οικογένεια, «κρύβει» τα μυστικά της. Ο Κωνσταντίνος Καβουράκης χτυπάει την γυναίκα του, όταν εκνευρίζεται. Ένα βράδυ Κυριακής, όταν ο Κωνσταντίνος άρπαξε από τα μαλλιά την Βούλα και άρχισε να την σέρνει στο πάτωμα, παρενέβη ο Ευάγγελος και τον χτύπησε. Αυτή ήταν και η στιγμή μηδέν για τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος, καθώς εγκαταλείπει την εστία και αρχίζει την περιπλάνησή του στο κέντρο της Αθήνας, καταλήγοντας άστεγος.
Η Μάρω Δούκα κεντάει τις διαδοχικές αφηγήσεις των μελών της οικογενείας, προσφέροντας μας ένα κεντητό σκέψεων και συμπεριφορών, που αντανακλά την προσωπικότητα τους. Αποδεικνύει με μαεστρία πως το ίδιο συμβάν, κάθε άνθρωπος, ακόμα κι αν είναι μέλος της ίδιας οικογένειας, το βλέπει με τα μάτια τα δικά του.
Οι ήρωες βαραίνουν. Όπως και το περπάτημα του Κωνσταντίνου που πλέον καλείται να μάθει να ζει ως άστεγος. «Σύντροφός» του τώρα μια γάτα, η Φελιτσιτά, η οποία όμως κι αυτή δεν τον ακολουθεί κατά πόδας. Τον συναντά όμως συνεχώς γιατί ο ίδιος επιλέγει να κοιμάται πάντα στο ίδιο μέρος.
«…αλλά πείτε μου, αναρωτιέται, χωρίς το μούδιασμα του φόβου ποια θα ήταν η ζωή μας, ποιες οι ελπίδες μας, φοβόμαστε και προχωράμε, και τι γίνεται με τον φόβο της μη ύπαρξης;
»τώρα μήπως αυτός ακριβώς ο φόβος της μη ύπαρξης τον βοηθάει να υπάρχει; Όχι μόνον αυτόν, όλους τους ανθρώπους τους βοηθάει, δεν υπάρχει πολιτισμός, το διάβασε σε ένα βιβλίο σχετικό, απ’ αυτά που τα πουλάνε στα καροτσάκια, χωρίς τον φόβο του Θεού η ζωή δεν προχωράει…»
Ξεκινάει την περιπλάνηση και έρχεται αντιμέτωπος με τον χειρότερο εφιάλτη του ανθρώπου: το ίδιο του το μυαλό. Πλέον θέλει «να γίνει άνθρωπος χωρίς συνήθειες». Σκέφτεται διαρκώς το παρελθόν του, ανατρέχει τα κεφάλαια της ζωής του, βυθίζεται στις σκέψεις του. Το ίδιο κάνουν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, αλλά κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
Η Δούκα χρησιμοποιεί για το κέντημά της τον λόγο, ως άλλο βελόνι, για να μιλήσει για τις φιγούρες που συναντά ο καθένας από μας έξω στην κοινωνία και δεν μπαίνει ποτέ στη διαδικασία να σκεφτεί το «πώς» και το «γιατί». Ιχνηλατεί συμπεριφορές οικείες σε όλους μας και μας τις παραδίδει στο πιάτο, για να τις γευτούμε χωρίς καρυκεύματα.
Όλοι χαρακτήρες των ηρώων με τους οποίους συναναστρέφεται πλέον ο Κωνσταντίνος στη νέα του ζωή στο κέντρο της Αθήνας αφήνουν το δικό τους, ίδιο σχεδόν, αποτύπωμα, καθώς οι κατεστραμμένες τους ζωές νοτίζουν τους δρόμους της πρωτεύουσας και τα παγκάκια της. Περπατούν, κοιμούνται, ζητιανεύουν, τραγουδάνε, κάνουν όνειρα.
«ο άνθρωπος λοιπόν είναι άνθρωπος επειδή δεν του φτάνουν μόνο τα υλικά αγαθά, θέλει και τα πετάγματα του νου, θέλει και το όνειρο, θέλει και το περιττό…»
Το τέλος του μυθιστορήματος είναι συγκινητικό, ίσως και αναπάντεχο για τους περισσότερους. Ακριβώς δηλαδή όμως και η ζωή. Κι όποιος έχει αντίθετη άποψη, δεν χρειάζεται να διαβάσει τη Φελιτσιτά, ας κοιτάξει απλά δίπλα του. Ίσως και όχι τόσο μακριά…