Μυρσίνη Ζορμπά
Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών
Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ
«Πίστευα από πολύ μικρή ότι ο κόσμος είναι άδικος και πρέπει να αλλάξει, και ότι πρέπει κι εγώ να κάνω κάτι γι’ αυτό»
Παίρνω μια μεγάλη αναπνοή, τόση που να γεμίσουν τα πνευμόνια μου με όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα, και κάνω βουτιά στον άγνωστο βυθό της θάλασσας που για κάποιους λέγεται ζωή και για κάποιους, απλά, ταξίδι.
Άλλοτε, επιλέγω να γεμίσω τα πνευμόνια μου με τον καπνό του τσιγάρου και νιώθω τη στάχτη του να πέφτει στα δάχτυλα μου πριν προλάβω να το τινάξω στο τασάκι, κάτω από την αναμμένη λάμπα που φωτίζει τις σελίδες του βιβλίου μου.
Καταγράφω στο χαρτί τις εικόνες αυτές που δημιουργούνται στο σύμπαν μου, έχοντας βυθιστεί στο σύμπαν της Μυρσίνης Ζορμπά, διαβάζοντας το τελευταίο της βιβλίο «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών», σε επιμέλεια του Αντώνη Λιάκου, ο οποίος έγραψε και την εισαγωγή του.
Το σύμπαν αυτό που περιέγραψα λίγο πιο πάνω είχε συνωμοτήσει με τον δικό του τρόπο, λίγες μέρες πριν χαθώ στις σελίδες του βιβλίου. Νωρίς το πρωί στο γραφείο μου, πληροφορούμαι πως κυκλοφόρησε το βιβλίο της Ζορμπά, για το οποίο είχα διαβάσει σε μια συνέντευξη του Αντώνη Λιάκου. Δεν πρόλαβα να κρατήσω μια σημείωση για την αγορά του, και το κουδούνι του γραφείου μου χτύπησε, με τον ταχυδρόμο να μου αφήνει έναν φάκελο από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Μόλις τον άνοιξα διαπίστωσα πως ήταν αυτό το βιβλίο για το οποίο έκανα σκέψεις λίγη ώρα νωρίτερα.
Δεν ξέρω αν ο εκδότης Νίκος Γκιώνης έχει κάποιες μαντικές ικανότητες. Φαντάζομαι όχι. Νομίζω όμως πως ξέρει καλά να επιλέγει αυτό που πρέπει να στείλει στον καθένα, έστω κι αν του είναι σχετικά άγνωστος.
Πόση αξία μπορεί να έχουν αυτές οι απλές, προσωπικές μου καταγραφές, με αφορμή ένα βιβλίο, για κάποιον που θα διαβάσει αυτό το κείμενο;
Αυτό είναι ένα ερώτημα το οποίο επανέρχεται συχνά στο μυαλό μου, καθώς γράφω. Ένα ερώτημα στο οποίο δε νομίζω πως υπάρχει απάντηση. Ή ίσως δεν θέλω να ξέρω την απάντηση. Μέχρι που διάβασα το βιβλίο της Μυρσίνης Ζορμπά και ένιωσα την ώρα που έσβησε το δικό της φως, να ανάβει το δικό μου.
Την Πέμπτη 20 Απριλίου 2023, στις 10:30 το βράδυ, η Μυρσίνη Ζορμπά εξέπνευσε στο σπίτι της. Άφησε αυτόν τον κόσμο και πέρασε στην ανυπαρξία.
«Η λέξη που ταιριάζει σε αυτόν τον σύντομο ορίζοντα μου είναι η ανυπαρξία. Δεν περιγράφεται, γιατί είναι ου τόπος, ου χρόνος. Την περασμένη εβδομάδα στη συζήτηση με τον γιατρό κατάλαβα ότι διακόπτουμε τις χημειοθεραπείες, δεν είχαν αποτέλεσμα και ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές. Επομένως η ανυπαρξία είναι αυτό που εκφράζει καλύτερα, που διατυπώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια, αυτό που έρχεται. Βέβαια όλο αυτό το διάστημα, εδώ και έναν χρόνο, μέσα από τη συμπίεση, που διαρκώς μεγαλώνει, τον χρόνο που η κλεψύδρα του αδειάζει, διογκώνεται ο φόβος, που στην αρχή είχε μερικές χαραμάδες, κάποιες ελπίδες, μερικά ίσως πιθανόν, και σιγά σιγά ο φόβος καταλαμβάνει όλον τον υπάρχοντα χρόνο και είναι τόσο απόλυτος που πια δεν φοβάσαι, γιατί δεν υπάρχει μέσα σε αυτό κάτι που να κινείται, να έχει μια ροή. Υπάρχει μόνο αυτό που ζεις και από τη μια μεριά είναι σκοτεινό και δυσοίωνο, μια δυστοπία, από την άλλη είναι η πραγματική ζωή, αυτό το κάθε μέρα, που το επιμελείσαι, το φροντίζεις. Το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι, οι επικοινωνίες, οι συζητήσεις, τα ενδιαφέροντα πάνω απ’ όλα η δύναμη των ιδεών που δεν σταματάει να υπάρχει και που καταφέρνει να εξακτινωθεί πέρα από τον χρόνο. Επομένως υπάρχουν οι δύο πλευρές και η ζωή είναι αυτή που κερδίζει την καθημερινότητα, οπότε αυτός ο συμπαγής όγκος του φόβου μένει εκεί, παγωμένος και παγιωμένος, και σου επιτρέπει να ζήσεις αυτό που ζεις. Πιο πέρα, σηκώνοντας το βλέμμα, η ανυπαρξία είναι το πιο ρεαλιστικό… Είναι λίγο αστείο βέβαια, καμία ανυπαρξία δεν είναι ρεαλιστική, παρά μόνο αν τη βλέπεις απ’ έξω, και εγώ τη βλέπω από πολύ κοντά πια», γράφει η ίδια στην τελευταία της σημείωση που περιέχεται στο βιβλίο.
Η Μυρσίνη Ζορμπά ξεκινά να μιλάει για τη ζωή της στο μαγνητόφωνο του Αντώνη Λιάκου, λίγο αφότου η διάγνωσή της δείχνει καρκίνο και το περιθώριο της ζωής της υπολογίζεται σε ενάμιση το πολύ χρόνο. Παράλληλα με την εξιστόρηση αυτή, η ίδια γράφει, δημιουργώντας ένα ημερολόγιο. Εκεί θέλει να χωρέσει τη ζωή της. Να αφήσει το στίγμα της. Να ανατρέξει στο παρελθόν, να ξαναζήσει τη ζωή που έζησε, να περπατήσει σε δρόμους μακρινούς, να γευτεί φαγητά αγαπημένα, να μυρίσει τα αγαπημένα της λουλούδια, μα πάνω και πρώτα απ’ όλα να μιλήσει για τη δύναμη των ιδεών. Για την περιπέτεια της γνώσης και της πολιτικής. Για κάποιους τα πάντα είναι πολιτική. «Υπήρξα πάντοτε, από παιδί, πολιτικό ζώο, και αυτό συνεχίζω να είμαι, κάτι που με οδήγησε και με έσωσε από το χάος που με περιέβαλλε».
Διαβάζω το βιβλίο της και παρακολουθώ τη ζωή της, νιώθοντας πως παρακολουθώ ταινία Ιταλού σκηνοθέτη, ο οποίος επιλέγει μονοπλάνο σε αρκετά της σημεία: Από την γέννηση της, τον Φλεβάρη του 1949 και την παιδική της ηλικία στα Πετράλωνα, την εφηβεία της, τη Νομική, την Ιταλία, τον εκδοτικό οίκο «Οδυσσέας», το διδακτορικό της, το ΕΚΕΒΙ, την Ευρωβουλή, το γραφείο του Σημίτη, το υπουργείο της πρώτης φοράς Αριστερά… κι όλα αυτά με κεντρικούς άξονες που τέμνουν κάθε φάση της ζωής της, την αγάπη για το βιβλίο και το διάβασμα και τον διαρκή αγώνα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων μέσω του πολιτισμού. Παρακολουθώντας κανείς τη ζωή και το έργο της Μυρσίνης Ζορμπά είναι σα να παρακολουθεί την διαρκή προσπάθεια του ανθρώπου να γράψει την ζωή και τον κόσμο με τα χέρια τα δικά του και να το καταφέρνει, κατορθώνοντας τελικά να τον πάει ένα βήμα πιο μπροστά. Πώς αλλιώς έχει γραφτεί η ιστορία της ανθρωπότητας;
Τσαλαβουτώντας μαζί της στις λακκούβες της γειτονιάς της στα Πετράλωνα, υπάρχουν στιγμές που η θέαση μου μεταβάλλεται και τώρα νομίζω πως παρακολουθώ παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, με τον τρόπο που παρακολουθούσε και η ίδια σε χρόνο ενεστώτα. Πώς κατάφερε ένα νεαρό κορίτσι, ζώντας στο φτωχό περιβάλλον της γειτονιάς να μετεξελιχθεί σε μια διανοούμενη που δεν επέλεξε να γράφει θεωρίες, ασκώντας κριτικές παρεμβάσεις, μα να μετουσιώνει τις ιδέες της σε πολιτικές πράξεις; Η ίδια περιγράφει την «κοινωνική ντροπή» που πάγωνε την ίδια, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς στα Πετράλωνα, λόγω βασικών ελλείψεων. Περιγράφει την σκιά του φόβου που έπεφτε βαριά εξαιτίας των απαγορεύσεων και της επιτήρησης και επισημαίνει πως «η μοίρα, ιδίως των κοριτσιών, ήταν προδιαγεγραμμένη στη γειτονιά». Ήταν λοιπόν αυτή η μάχη απέναντι στη μοίρα, η κινητήριος δύναμη για την διαρκή πάλη στη θάλασσα της ζωής. Σωσίβιο; «Το διάβασμα, ως κεντρική ενασχόληση, μπήκε από πάρα πολύ νωρίς στη ζωή μου και ήταν ένα σωσίβιο, γιατί με έβγαζε από το σπίτι».
«Ήμασταν άθεοι, δηλαδή χωρίς παρηγοριά. Ήμασταν φτωχοί, δηλαδή χωρίς ελπίδα…» γράφει η Ζορμπά σε ένα καταπληκτικό απόσπασμα στο βιβλίο της (σελ. 38) περιγράφοντας την αρχή της ζωής της, σκιαγραφώντας παράλληλα τους δυο της γονείς. Η μητέρα της, η γυναίκα που την έσπρωχνε στην κορυφή, αποτέλεσε και την έγνοια της, καθώς εκείνη θα ζούσε και θα έβλεπε τον θάνατο της κόρης της.
Ακολούθησε το Γυμνάσιο, η εκρηκτική δεκαετία του ’60, η μουσική του Θεοδωράκη, η ποίηση του Ελύτη και του Σεφέρη, αλλά και τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα που σφράγισαν τη δεκαετία των προσδοκιών. Αποφασίζει πως θέλει να σπουδάσει Νομική, αντιλαμβανόμενη ωστόσο πως «το όνειρό μου ήταν να γράφω κείμενα και να τα βλέπω δημοσιευμένα». Τα αποτελέσματα της Νομικής συμπίπτουν με την Δικτατορία και δεν αργεί η ώρα που η ίδια απογοητεύεται από την επιστήμη που είχε διαλέξει. Εντάσσεται στην Ανανεωτική Αριστερά, και οι σχέσεις της με εκδοτικούς οίκους της εποχής της παρέχουν τη δυνατότητα να γνωρίσει μεγάλες μορφές της ελληνικής διανόησης. Μπαίνει στον «κύκλο του Αντί και συνεργάζεται στενά με τον συμπατριώτη μου, τον Αντώνη Καρκαγιάννη.
Παίρνει το πτυχίο της από τη Νομική Σχολή και ακούγοντας την προτροπή του Τάκη Παππά βρίσκεται στη Ρώμη για μεταπτυχιακές σπουδές. Ενθουσιάζεται και αφήνει την ακτινοβολία του Αντόνιο Γκράμσι να διαπεράσει τα κύταρρά της. Γνωρίζεται με τον Marrio Vitti και τον Antonio Solaro. Ξεκινάει τις μεταφράσεις, ταξιδεύει στην Ιταλία, ενώ όταν επιστρέφει εκεί ξανά στις αρχές του ’80 γνωρίζεται και συνεργάζεται στενά με την Rossana Rossanda στο Il Manifesto. Η Ιταλία ριζώνει στην καρδιά της.
«Η ιδέα για ένα εκδοτικό εγχείρημα ωρίμαζε μέσα μου ασυναίσθητα, σαν κοιμισμένος σπόρος…» Σε ηλικία 23 ετών ξεκινάει το ταξίδι του «Οδυσσέα» της, του εκδοτικού οίκου που ξεκίνησε από μια συζήτηση με τον Τίτο Μυλωνόπουλο και έφτασε να γίνει μια ανώνυμη εταιρεία έχοντας αφήσει το αποτύπωμα της στην εκδοτική ιστορία του τόπου. Αφιέρωσε στην περιπέτειά της αυτή 20 χρόνια από τη ζωή της πιστεύοντας πάντα πως «αν υπάρχει ένα αντικείμενο που να μπορεί να συμβολίσει τον νεότερο πολιτισμό, αυτό είναι το βιβλίο».
Ακολουθούν 4 χρόνια στο ΕΚΕΒΙ, το οποίο θεμελιώνει και οργανώνει, προσπαθώντας να το απλώσει σε ολόκληρη την κοινωνία. Η ίδια μιλάει για «εφαρμοσμένο εκσυγχρονισμό» και ακολουθεί η Ευρωβουλή. Βρισκόμαστε στην περίοδο του Κώστα Σημίτη, του ΟΠΕΚ, του Νίκου Θέμελη, ενός διανοούμενου της πολιτικής που σφράγισε κάποιες από τις επιλογές του.
Η εξιστόρηση της Μυρσίνης Ζορμπά και η περιγραφή της πορείας της αυτής συνεχίζει να έχει πάντοτε ως άξονα την προσφορά στον αδύναμο, στα ασυνόδευτα παιδιά, στους μετανάστες. Πάντοτε μέσω του πολιτισμού, όχι ως θεωρητικό σχήμα ερμηνείας της εποχής, αλλά ως μάχη επί του πεδίου.
«Οι πολιτισμικές διακρίσεις παγιώνουν τις κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες, με τη σειρά τους, παγιώνονται μέσω των διακρίσεων κα μετατρέπονται σε πολιτισμικές ανισότητες. Παλιές κοινωνικές ανισότητες και νέες πολιτισμικές διακρίσεις τσιμεντώνουν και τσιμεντώνονται –θα ήταν η καταλληλότερη έκφραση-, διαρρηγνύοντας την κοινωνική συνοχή, παρεμποδίζοντας την κοινωνική κινητικότητα, δημιουργώντας μια διώροφη ή πολυώροφη κοινωνία.
Πολιτισμικές ανισότητες σημαίνει διαφορετικές δυνατότητες πρόσβασης στον πολιτισμό, στα πολιτιστικά δρώμενα. Το αποτέλεσμα είναι να ανοίγονται χάσματα στην κοινωνία…»
Της ίδιας της δίνεται η δυνατότητα να παρέμβει άμεσα στο πεδίο αυτό, αναλαμβάνοντας υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα τον Αύγουστο του 2018, η επίσπευση όμως των εκλογών το καλοκαίρι του 2019 δεν της επιτρέπει να δει την προετοιμασία του έργο της να ολοκληρώνεται με την ψήφιση των σχετικών νομοσχεδίων στη Βουλή. Η ίδια θέτει ως διακύβευμα της εποχής μας την πολιτισμική δημοκρατία.
«Η καλλιέργεια και τα βήματα προς μια πολιτισμική δημοκρατία οδηγούν σε καλύτερα αποτελέσματα, οδηγούν σε σύγκλιση και σε προετοιμασία του εδάφους για να έχουμε πιο συνειδητούς, λιγότερο καταπιεσμένους πολίτες, με ελεύθερη έκφραση και ελεύθερο λόγο- δημοκρατικούς πολίτες, με άλλα λόγια. Αυτό νομίζω είναι το μεγάλο ζητούμενο».
Το τελευταίο μέρους του βιβλίου φέρει τον τίτλο «Ημερολόγιο του τέλους». Ένα ημερολόγιο το οποίο μυρίζει λουλούδια και θάλασσα, φαγητά και σελίδες βιβλίων. Αναδύει αγάπη και έρωτα για τον Αντώνη Λιάκο, τον άνθρωπο που της κράτησε το χέρι για να διαβεί αυτή την τελευταία διαδρομή της. Σκέψεις και προβληματισμοί, το ανθρώπινο στο επέκεινα…
Στις 7 Νοεμβρίου 2022, η Μυρσίνη Ζορμπά σημειώνει σε αυτό της το ημερολόγιο:
«Είναι ωραία η ζωή από μόνη της, μην την παιδεύεις με ερωτήματα στα οποία δεν μπορεί να απαντήσει. Ζήσε τη ζωή!».
Πάντοτε, νομίζω, οι πιο όμορφοι επίλογοι είναι οι εν δυνάμει πρόλογοι. Επιλέγω να κλείσω το δικό μου κείμενο με αυτή της την προτροπή. Την προτροπή μιας σπουδαίας γυναίκας που αθόρυβα για τους πολλούς, είχε το μυαλό της σε αυτούς. Στους πολλούς…
Λάρισα 24/12/2023