Παρά το γεγονός ότι είχε προαναγγελθεί, παρουσία και μελών του Διοικητικού συμβουλίου, η παράσταση του Θεσσαλικού στο Ηρώδειο, το Διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία να ακυρώσει την παράσταση στο Ηρώδειο επικαλούμενο οικονομικούς λόγους.
Αν δεχτούμε όντως ως αιτία της ακύρωσης το οικονομικό κόστος, που απαιτείται από όλους όσους θέλουν να χρησιμοποιήσουν το Ηρώδειο, τίθενται μια σειρά ερωτήματα:
α) Εφόσον ήταν γνωστοί οι οικονομικοί όροι, γιατί προαναγγέλθηκε στο πρόγραμμα του Θεσσαλικού η μετάβαση στο Ηρώδειο;
β) Υπολόγισε κάποιος την οικονομική και καλλιτεχνική ανταποδοτικότητα μιας παράστασης στο Ηρώδειο;
γ) Υπολόγισε κάποιος το “κόστος φερεγγυότητας” στο brand name του Θεσσαλικού εξαιτίας της ακύρωσης;
Αν υποθέσουμε ότι όλα τα προηγούμενα είχαν υπολογιστεί και σταθμιστεί και ότι η ακύρωση ήταν τελικά προς το συμφέρον του Θεσσαλικού, δεν τίθεται ζήτημα ουδέν: όλα καλώς καμωμένα.
Όμως, μετά την ανακοίνωση της ακύρωσης, είδα αρχικά να διατυπώνονται κάποιες αντιρρήσεις για την απόφαση των μελών του Διοικητικού συμβουλίου και κατόπιν να παράγεται ένα “γαϊτανάκι” από ανακοινώσεις, ανταπαντήσεις, προσωπικές αναρτήσεις στα media, οι οποίες ξεπερνούσαν το ζήτημα του οικονομικού κόστους και με μισόλογα, υπονοούμενα, συγκρίσεις και “μπηχτές”, στρέφονταν εναντίον της καλλιτεχνικής διευθύντριας Κυριακής Σπανού, της εν γένει προσφοράς της στο Θεσσαλικό, της σκηνοθετικής της άποψης. Υπήρχαν άλλωστε άνθρωποι -το είχα διαπιστώσει προσωπικά- που ήταν αρνητικοί πριν δουν καν την οποιαδήποτε παράσταση. Αυτό γεννά εύλογα δεύτερες σκέψεις για τον πραγματικό στόχο της ακύρωσης.
Εάν λοιπόν η ακύρωση της παράστασης στο Ηρώδειο δεν έχει σχέση με το οικονομικό κόστος που επικαλείται η πλειοψηφία του Διοικητικού συμβουλίου, αλλά πίσω της κρύβει α) είτε την αντίθεση στη σκηνοθεσία της Σπανού στη συγκεκριμένη παράσταση του Αριστοφάνη, β) είτε γενικώς την αντίθεση στον σκηνοθετικό τρόπο της Σπανού, γ) είτε στην εκτέλεση του έργου της ως καλλιτεχνικής διευθύντριας, το πράγμα αλλάζει.
Εάν η ακύρωση οφείλεται στη σκηνοθεσία της Σπανού για τη συγκεκριμένη παράσταση του Αριστοφάνη, τότε μιλάμε για “κόψιμο” δηλαδή για λογοκρισία. (Γιατί πως αλλιώς λέγεται όταν ένα συμβούλιο λέει “δεν μ’ αρέσει γι’ αυτό το εμποδίζω να διαχυθεί παραπέρα”;)
Εάν η ακύρωση οφείλεται γενικώς σε αντίθεση στον σκηνοθετικό τρόπο της Σπανού, τότε μιλάμε για “αισθητικό ολοκληρωτισμό” (Γιατί πως αλλιώς λέγεται όταν ένα συμβούλιο λέει “όλοι θα βλέπουν έργα με τον τρόπο που αρέσει σε μένα”;) Γιατί υπήρξε και περίπτωση ΔΗΠΕΘΕ στο οποίο ο αντιδήμαρχος ζήτησε να έχει λόγο στη σκηνοθεσία! Μη φτάσουμε και σε τέτοια κατάσταση.
Εάν η ακύρωση οφείλεται γενικώς στην άσκηση των υποχρεώσεων της Σπανού και επιλέχθηκε η ακύρωση ως τρόπος “μείωσης” της καλλιτεχνικής διευθύντριας, μάλλον πρόκειται για “θεσμική αφέλεια” (για να μην πω κάτι πιο βαρύ), γιατί όταν διαφωνείς με τον καλλιτεχνικό διευθυντή συζητάς μαζί του, θέτεις τις ενστάσεις σου, διατυπώνεις ανοιχτά τις απόψεις σου και αποφασίζεις την πορεία σου και την πορεία του χωρίς να επεμβαίνεις στο καθαρά καλλιτεχνικό του έργο. Αυτό λέει η κοινή λογική.
Με μισόλογα, υπονοούμενα, αχρείαστες συγκρίσεις, μισές αλήθειες, εξυπνακισμούς στα media το μόνο ζημιωμένο είναι ένα: το Θεσσαλικό Θέατρο.