Αλέξης Πανσέληνος: Λάδι σε καμβά
2022 επιμέλεια Ελένη Μπούρα
εκδ. Μεταίχμιο σελ. 213
Της Νατάσας Παπουτσή
Είναι αυτό το όνομα, που με παραπέμπει σε καλοκαίρια ατέλειωτα και αυγουστιάτικα φεγγάρια. Και ο τίτλος, που μου φέρνει στο μυαλό πίνακες μελαγχολικούς με χρώματα λαδιά και ξεραμένα φθινοπωρινά φύλλα και ‘’τον γέρο παλαιοπώλη που έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκόγια’’ που τραγουδά ο Ν. Καββαδίας. Όλα αυτά μαζί: Αλέξης Πανσέληνος και Λάδι σε καμβά και μια ιστορία ματαίωσης… για την αδικημένη γενιά του ’60 που τραγούδησε ο Τζιμάκος!
Πώς να την κρίνεις και περισσότερο πώς να την κατακρίνεις; Ο Αλέξης Πανσέληνος την ερμηνεύει μόνο. Με κατανόηση, επιείκεια μα και ρεαλισμό. Και με μια πίκρα, όπως όταν δαγκώνεις ένα ζουμερό φρούτο νομίζοντας ότι είναι πορτοκάλι αλλά είναι νεράντζι τελικά. Αυτό που οι παλιές νοικοκυρές το φτιάχναν γλυκό του κουταλιού, γλυκόπικρο το βιβλίο του! Και οι ήρωές του το ίδιο…
Ο Σπύρος, 20άχρονος σπουδαστής στην ΑΣΚΤ, ταλαντούχος ζωγράφος. Καλοκαίρι του 1966 φιλοξενείται στο σπίτι ενός φίλου οικογενειακού σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ζωγράφος κι αυτός, ματαιωμένος απ’ τους τεχνοκριτικούς, με δυο κόρες κι ένα γιό. Ο Σπύρος ερωτεύεται τη μικρή Γωγώ μα κάνει έρωτα με την 22χρονη αδερφή της, Ειρήνη. Οι αδερφές συγκρούονται, η οικογένεια αναστατώνεται και ο Σπύρος αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα. Σε μια Αθήνα που βρίσκεται στα πρόθυρα της ‘’επανάστασης’’, λίγο πριν η Ελλάδα μπει στον γύψο. ‘’Το ’67 μπαίνει σαν ποτάμι φουσκωμένο’’, γράφει ο Αλέξης Πανσέληνος.
Η χούντα εκτοπίζει στην Ανάφη τον πατέρα του Σπύρου. Κι άλλος ματαιωμένος ήρωας, ήθελε να γίνει μουσικός και έγινε έμπορος με μαγαζί ηλεκτρικών στην Ιπποκράτους. Ο Σπύρος αναγκάζεται να αναλάβει το μαγαζί, οι σχολές κλείνουν και όταν ο πατέρας του αρρωσταίνει πέφτει στην ανάγκη ενός πρώην υπολοχαγού της ΜΟΜΑ, που τώρα λύνει και δένει με τη νέα πολιτική κατάσταση.
Το τίμημα για τη βοήθεια είναι ο Σπύρος να δίνει αναφορά για τους συμφοιτητές, για τα κομμούνια. Και ο ήρωας προκειμένου να προστατέψει τους φίλους του θυσιάζει το όνειρο. Απομακρύνεται από όλους και γίνεται έμπορος στο μαγαζί του πατέρα του.
Αντίο ζωγραφική, αντίο σύντροφοι, αντίο στο ν’ αλλάξουμε τον κόσμο και την Τέχνη. Ο Σπύρος δεν τα καταφέρνει, ούτε καν να περάσει την πόρτα του Πολυτεχνείου, να είναι παρών στα γεγονότα που ίσως φέρουν αέρα ελευθερίας. Σαν τη μισοτελειωμένη συναυλία των Rolling Stones η ζωή του. Η ζωή του που τον προσπέρασε. Εκεί καταλήγει όταν βρίσκεται μπροστά στον πίνακα της Γωγώς. Αυτόν που τον σημάδεψε εκείνο το καλοκαίρι του ’66 όταν όλα γύρω του ήταν είκοσι χρονών.
«Τώρα ήμουν και γω ένας άλλος, όχι αυτός που ήξερες, αυτός που αγάπησες. Δεν θα σου άρεσε αυτός που θα έβλεπες. Και δεν μου αρέσει ούτε εμένα»!
Η ιστορία του Σπύρου είναι η ιστορία και πολλών άλλων της γενιάς του. Και της γενιάς μας ίσως και όλων αυτών που γι’ αλλού κινήσανε και αλλού η ζωή τους πήγε.
Μελαγχολικό το βιβλίο, είναι και οι μέρες τέτοιες, συγχωρήστε με αν το βαραίνω. Συγγνώμη κι απ’ τον συγγραφέα ζητώ, μα το θυμικό με κινητοποιεί και γράφω σήμερα. Διαβάστε το όμως, ειλικρινά είναι θεραπευτικό να κοιτάμε καμιά φορά στον καθρέφτη τη ζωή που δε ζήσαμε…