Σπύρος Κιοσσές: Τα πρωτοβρόχια
2022 επιμέλεια Ελένη Μπούρα
εκδ. Μεταίχμιο σελ. 168
Της Νατάσας Παπουτσή
Κάθε φορά που πιάνω να διαβάσω ένα βιβλίο ακολουθώ κάποιες τελετουργικές, ψυχαναγκαστικές θα έλεγα κινήσεις. Πρώτα εξετάζω το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο, έπειτα γυρίζω στο οπισθόφυλλο και τέλος ρίχνω μια ματιά και στο βιογραφικό σημείωμα του δημιουργού. Μ’ αυτήν ακριβώς τη σειρά, κάθε φορά…
Και κάθε φορά προσπαθώ ν’ ακολουθώ τον κανόνα του “don’t judge a book by its cover”, δηλαδή προσπαθώ να μην κρίνω το βιβλίο από αυτά τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά. Όντως, στα τόσα χρόνια που διαβάζω, υπήρξαν βιβλία που αδικούνταν από τα εξώφυλλα ή άλλα που αποδείχτηκαν κατώτερα των προσδοκιών μου παρ’ όλες τις… υποσχέσεις του οπισθόφυλλου. Δεν παύω όμως να έχω κι εγώ τις εμμονές μου. Εξάλλου η πρώτη εντύπωση μετράει και Τα πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ ήταν αυτό που φαινόταν. By its cover…
Ένα εξαιρετικό βιβλίο, αληθινό, νοσταλγικό, γεμάτο μυρωδιές. Στο εξώφυλλο πολύχρωμες ψηφίδες που μου θύμισαν τα μωσαϊκά στο πατρικό μου και ο τίτλος του, Τα πρωτοβρόχια, δημοφιλέστατο θέμα που δέσποζε στις παιδικές εκθέσεις που μας βάζαν στο σχολείο.
Μ’ έπιασε μια νοσταλγία και πολύ τον συμπάθησα τον μικρό Τάσο, τον ήρωα και αφηγητή του Σπύρου Κιοσσέ. Ο Τάσος μεγαλώνει στη γειτονιά μιας επαρχιακής πόλης στα τέλη του ’70 και τις αρχές του ’80 και περιγράφει στιγμές της ζωής και της πορείας του προς την ενηλικίωση με όλη την αφέλεια αλλά και την ειλικρίνεια ενός παιδιού. Με τα μάτια ενός παιδιού λοιπόν: η οικογένεια, η γειτονιά, οι φίλοι, το σχολείο, τα παιχνίδια, οι έρωτες, η ζωή. Αλλά και η απώλεια, ο θάνατος και η αδικία.
Ο μικρός Τάσος διηγείται στιγμές, περιστατικά, σαν μικρές αυτοτελείς ιστορίες, σα να γράφει στο παιδικό του ημερολόγιο. Και γράφει απλά, ρεαλιστικά και κοιτώντας τον αναγνώστη στα μάτια. Για τις γυναίκες που σημάδεψαν την παιδικότητά του: τη μάνα, την αδερφή, τη φίλη του την Ασημίνα, τις θείες, τις γειτόνισσες και την εμβληματική γιαγιά Ελένη που μέσα από τα παραμύθια διηγείται την δική της ιστορία. Ο Σπύρος Κιοσσές δίνει πολύ χώρο στις γυναίκες. Στοργικές και αυστηρές μαζί, με τις αδυναμίες και τα τραύματά τους η κάθε μια. Που νοικοκυρεύουν και κουτσομπολεύουν, που μπορεί να νοιώθουν απειλή από την όμορφη γειτόνισσα ή την πρώην ιερόδουλη που μετακόμισε στην γειτονιά τους.
Ο Τάσος μιλά και για τους φίλους, τα παιχνίδια στους δρόμους και τα κάλαντα και τα σχέδια τα παιδικά και τα όνειρα. Αλλά και την απώλεια, για έναν πατέρα που δεν είναι ιδιαίτερα παρών και στο τέλος γίνεται ο μπαμπάς του Σαββατοκύριακου, οι γονείς του χωρίζουν…
Το βιβλίο επίσης μοσχοβολάει τσουρέκι και γεύσεις αγαπημένες από τα παιδικά μας χρόνια. Σοκολάτα κις και γαριδάκια φοφίκο και μπόζο!
Μια εποχή που πέρασε και ο συγγραφέας μέσα απ’ τον Τάσο την αναπολεί και την καταγράφει χωρίς να γίνεται γλυκανάλατος μα ούτε και αφοριστικός. Με επιείκεια και νοσταλγία θυμήθηκα μαζί του την εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, τον κυρ Γιώργη του τηλεοπτικού Λούνα Παρκ και τις κούκλες Μπι μπι μπο. Όπως και κείνες τις καρτούλες με την φιγούρα της Σάρα Κέι, κάτι σαν την Λόρα απ΄ το Μικρό σπίτι στο λιβάδι!
Μια εποχή που είχε και τους… δράκους της, κυριολεκτικά και μεταφορικά: απ’ τον Παπαχρόνη μέχρι το Τσέρνομπιλ. Ο Σπύρος Κιοσσές δεν αφήνει τίποτε απ’ έξω.
Τον συμπάθησα τον Τάσο, ήθελα να τον πάρω αγκαλιά και να τον κανακέψω και να του σκουπίσω τα δάκρυα. Πόσο δύσκολο είναι να είσαι παιδί και να προχωράς προς την ενηλικίωση; Ο Τάσος το λέει καθαρά: ’’Παλιά ήθελα να μεγαλώσω, και ταυτόχρονα ήθελα να μείνω παιδί. Τώρα όμως θέλω μόνο να μεγαλώσω. Ξέρω πια ότι δεν μπορείς να μείνεις για πάντα σε μια ηλικία, όσο όμορφη κι αν είναι αυτή. Γιατί θα είσαι σαν φυλακισμένος. Ή σαν να πεθαίνεις.’’
Τα πρωτοβρόχια εξάλλου πάντα σηματοδοτούσαν το τέλος μιας εποχής. Το τέλος του καλοκαιριού των παιδικών μας χρόνων…