Οι θεατές του Βόυτσεκ πρέπει να έχουν κατά νου δύο στοιχεία: πρώτον ότι ο Βόυτσεκ είναι ένα κείμενο του 19ου αιώνα (γράφτηκε το 1836-1837) και δεύτερον ότι είναι κείμενο ημιτελές γιατί ο Μπύχνερ πέθανε πριν προλάβει να το ολοκληρώσει σε ηλικία μόλις 23 ετών. Το ημιτελές έργο παραδόθηκε σε τρία δυσανάγνωστα χειρόγραφα, στα οποία περιέχονται 4 σχεδιάσματα, με διαφορετικό αριθμό και περιεχόμενο σκηνών, των οποίων η ακολουθία είναι τόσο αινιγματική που αποκλείει μια οριστική εκδοχή του έργου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο κάθε σκηνοθέτης που θα επιχειρήσει να ανεβάσει τον Βόυτσεκ έχει να αντιμετωπίσει ένα κείμενο προς ανάγνωση μάλλον και όχι ένα κείμενο έτοιμο για παράσταση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παραστασιμότητα και ως κειμενική δομή και ως δομημένη πράξη της σκηνοθεσίας αλλά και ως τελική παράσταση.
Η σύλληψη του έργου βασίζεται στην πραγματική ιστορία του στρατιώτη Johann Christian Woyzeck, κατασκευαστή περουκών και κουρέα στο επάγγελμα, ο οποίος στις 21 Ιουνίου του 1821 σκότωσε την ερωμένη του η οποία διατηρούσε παράλληλες σχέσεις και με άλλους άνδρες, στρατιώτες της φρουράς της Λειψίας. Στη δίκη επικαλέστηκε φρενοβλάβεια, όμως κρίθηκε ότι ήταν άτομο ψυχικά ισορροπημένο και μόνο σε κάποιο βαθμό ψυχικά ασταθές, Τελικά, καταδικάστηκε σε θάνατο.
Ο θεατρικός ήρωας Βόυτσεκ του Μπύχνερ παρουσιάζεται ως ένας φτωχοδιάβολος, άτομο εσωστρεφές που υποφέρει από εκφραστική – λεκτική ανεπάρκεια, με διαταραγμένο εσωτερικό κόσμο. Άτομο αντιφατικό που δεν αντιδρά με λογικό τρόπο και συνειδητή βούληση αλλά αφήνεται έρμαιο στα γεγονότα. Νοιώθει κατατρεγμένος, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς τον κυνηγά. Τον τυραννούν επίμονες εικόνες της Αποκάλυψης, βλέπει ένα «φως» σαν «μια φωτιά που ταξιδεύει στον ουρανό» και ακούει να ηχούν σάλπιγγες, τις οποίες ακολουθεί η απόλυτη σιωπή «θαρρείς κι ολόκληρος ο κόσμος πέθανε». Βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση κατάπτωσης λίγα βήματα πριν τη αυτοκτονία.
Η κατάστασή του συναρτάται από τις καταπιεστικές συνθήκες της πραγματικότητας εντός της οποίας προσπαθεί να επιβιώσει. Καταπιέζεται από τον αυταρχικό λοχαγό του, γίνεται πειραματόζωο από τον γιατρό του στρατοπέδου, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη πόρνη ερωμένη του. Μέσα σε αυτό το καταπιεστικό πλαίσιο, ο Μπύχνερ δομεί ένα εσωτερικό παραλήρημα σώματος και λόγου, αναδεικνύοντας το υπαρξιακό χάος του ήρωά του. Ο στρατιώτης Βόυτσεκ δεν έχει άλλη καταφυγή παρά την βία. Μόνο που δεν θα στραφεί ενάντια στους καταπιεστές του αλλά ενάντια στην γυναίκα του την οποία θα σκοτώσει, «σκοτώνοντας» μαζί και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Μπύχνερ ουσιαστικά επικεντρώνεται στο θέμα της καταπίεσης. Η βασική του θέση είναι ότι σε μια τυραννική κοινωνία, ο αγώνας κάθε ανθρώπου, να ορίσει την ύπαρξή του ως ελεύθερο και ολοκληρωμένο ον, είναι μάταιος. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η θεμελιακή άποψη του Διαφωτισμού ότι ο άνθρωπος μπορεί να βασιστεί στη λογική και να οργανώσει με βάση τον ορθό λόγο έγκυρες ηθικές αρχές ώστε να βελτιώσει τη ζωή του, δεχόταν έντονη αμφισβήτηση από τον Ρομαντισμό.
Έτσι ο Μπύχνερ με τον «Βόυτσεκ» συγκροτεί την δομή του έργου με «αυτόνομες» σκηνές δίχως αυστηρή λογική ακολουθία· διασπά την λογική αρχή «αιτίας-αποτελέσματος» και εισάγει την αντίληψη μιας νέας τραγικής φόρμας. Δημιουργεί ουσιαστικά μια νέου τύπου τραγωδία, στην οποία παρακολουθούμε την «πτώση» ενός απλοϊκού ανθρώπου που αγωνίζεται και αγωνιά μόνος του σε έναν κόσμο δίχως θεό, δίχως ηθική, σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η ιεραρχία, η ταξικότητα, η μοχθηρία και η αποξένωση. Στο έργο δεν υπάρχει ούτε «λύση» ούτε «κάθαρση». Η αίσθηση της απειλής και της καταδίωξης εξακολουθεί να υφίσταται.
Το έργο βάζει τον σύγχρονο θεατή μπροστά σε πλήθος ερωτήματα που αφορούν το ρόλο της επιστήμης ως σύστημα εξουσίας, το ρόλο της κοινωνικής ιεράρχησης, της θρησκείας και της κυρίαρχης ηθικής ως στοιχείων οργάνωσης του κόσμου μας, την υιοθέτηση της βίας ως μορφή διεκδίκησης και αντίδρασης, την επιβολή και εσωτερίκευση των κυρίαρχων λόγων της εξουσίας. Και κοντά σ’ αυτά, ζητήματα που αφορούν το πεπρωμένο μιας προεξοφλημένης καταστροφής, τη διαχείριση του προσωπικού πάθους και το ζήτημα της εγκληματογένεσης.
Η παράσταση του Θεσσαλικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία του Θανάση Χαλκιά επικεντρώνεται στο ερώτημα «ποιος τυφλώνει τη σκέψη και οπλίζει το χέρι;». Ο σκηνοθέτης επιλέγει να αντιμετωπίσει το ατίθασο κείμενο του Μπύχνερ με μια κοινωνιοκριτική θεώρηση νατουραλιστικού τύπου. Πάνω σ’ αυτή την σκηνοθετική γραμμή δομεί μια παράσταση όπου κυριαρχεί ερμηνευτικά, όχι το λεκτικό, όσο το σωματικό στοιχείο. Η ζωντανή μουσική του Tom Waits από το άλμπουμ Blood Money, αν δεν κάνω λάθος, παιγμένη από τη Φαίδρα Καρβούνη και τον Αλέξανδρο Τσιωνά, καλύπτει τις ελλειπτικότητες της δραματοποίησης και καθοδηγεί ως ενοποιητικό στοιχείο βάσης τις σκηνικές δράσεις επιβάλλοντας μια ερμηνευτική κινησιολογία χοροδραματικού τύπου. Ο εξαιρετικός Δημήτρης Κουρούμπαλης ως Βόυτσεκ και η εντυπωσιακή Μαρσέλα Λένα ως Μαρία, μαζί με τον εκφραστικό Θανάση Ζέρβα ως λοχαγό, τον Χάρη Φλέουρα ως γιατρό, τον Κωστή Μπούντα ως αρχιτυμπανιστή και την Έλλη Χατζεϊπίδου ως Καίτη δημιούργησαν ένα σπουδαίο σύνολο. Μια ακόμη παράσταση του Θεσσαλικού που μας κάνει περήφανους.