Σε χαμηλές ταχύτητες «αναγκάζει» επί της ουσίας το υπουργείο Παιδείας να κινούνται τα τμήματα των περιφερειακών ΑΕΙ, τη στιγμή που τα συγγενικά τους κεντρικά μπορούν να παράγουν το ακαδημαϊκό τους έργο –διδακτικό και ερευνητικό– υπό καλύτερους όρους. Με βάση την απόφαση του υπουργείου, τμήματα με ακριβώς το ίδιο αντικείμενο παίρνουν για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 τον ίδιο αριθμό εισακτέων, ωστόσο έχουν μεταξύ τους σημαντικές αποκλίσεις ως προς τον αριθμό των διδασκόντων.
Ειδικότερα, από την επεξεργασία, από τον μαθηματικό-αναλυτή κ. Στράτο Στρατηγάκη, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στη χθεσινή Καθημερινή, των στοιχείων της απόφασης του υπουργείου Παιδείας για τις θέσεις που ορίστηκαν στα ΑΕΙ κατά την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά 2022-2023 προκύπτει ότι τα κεντρικά ΑΕΙ είναι ευνοημένα.
Ενδεικτική είναι η σύγκριση των δεδομένων για τις περιζήτητες ιατρικές σχολές. Η Ιατρική Αθήνας διαθέτει 505 διδάσκοντες και παίρνει 165 θέσεις. Η Ιατρική ΑΠΘ έχει 328 διδάσκοντες και παίρνει 155 θέσεις. Ωστόσο, η Ιατρική Πατρών έχει 119 διδάσκοντες και παίρνει 160 θέσεις εισακτέων, των Ιωαννίνων έχει 127 διδάσκοντες και θα πάρει 130 πρωτοετείς, της Θεσσαλίας 113 διδάσκοντες με 90 πρωτοετείς, της Κρήτης 117 διδάσκοντες με 110 πρωτοετείς και της Αλεξανδρούπολης έχει 112 καθηγητές και της ορίστηκαν 135 θέσεις εισακτέων.
Παράλληλα αξίζει να αναφερθεί ότι αρκετές ομάδες τμημάτων με το ίδιο γνωστικό αντικείμενο υπάρχουν στα πεδία των θετικών και τεχνολογικών σπουδών.
Στο 4ο επιστημονικό πεδίο –Οικονομίας και Πληροφορικής– σε γενικές γραμμές τα οικονομικά τμήματα των κεντρικών και περιφερειακών ΑΕΙ έχουν τον ίδιο αριθμό διδασκόντων και ορίστηκε να πάρουν τον ίδιο –χωρίς ιδιαίτερες αποκλίσεις– αριθμό πρωτοετών. Ωστόσο και σε αυτή την ομάδα ομοειδών τμημάτων υπάρχουν διαφορές. Χαρακτηριστικά, το Οικονομικό του ΟΠΑ με 18 διδάσκοντες θα πάρει 243 πρωτοετείς και το Οικονομικό της Πάτρας με 17 διδάσκοντες θα πάρει 305 πρωτοετείς.