Κάποια στιγμή, από αδυναμία ή ανικανότητα, μια κυβέρνηση βρίσκεται σε μια κατάσταση στην οποία το διεθνές δίκαιο δεν την εξυπηρετεί πολιτικά. Ανοίγονται εμπρός της δύο δρόμοι. Ο πρώτος, να μηχανευτεί έναν τρόπο να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Ο δεύτερος να διαβεί τον Ρουβίκωνα, και να κινδυνέψει να μετατραπεί σε κράτος-παρία.
Η διεθνής νομιμότητα στο ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών είναι συγκεκριμένη. Δίνεται ισχυρό κίνητρο ώστε όλοι όσοι διαβαίνουν τα σύνορα να δηλώνονται στις αρχές και να ζητούν Πολιτικό Άσυλο. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης του αιτήματός τους, που διαρκεί μερικές εβδομάδες, κατοικούν σε ανθρώπινους χώρους, με στέγη, θέρμανση, ύδρευση, αποχέτευση και άλλες πολυτέλειες -και λαμβάνουν ένα οικονομικό βοήθημα για τα έξοδά τους. Παράλληλα επιβεβαιώνεται ή όχι (με την αξιοποίηση ειδικών, μεταφραστών κ.λπ) πως οι ιστορίες που λένε είναι αληθινές, και πως πράγματι κινδυνεύουν εφόσον επιστραφούν στη χώρα καταγωγής τους. Εάν αυτό επιβεβαιωθεί, λαμβάνουν πολιτικό άσυλο. Αλλιώς, επιστρέφονται στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής τους.
Τι από αυτά έκανε η Ελλάδα από το 1990 που εμφανίστηκαν μετανάστες στην Ελλάδα; Τίποτα. Ελλείψει κέντρων φιλοξενίας δινόταν στους πρόσφυγες μια προσωρινή άδεια παραμονής, δήθεν έως ότου εξεταστεί το αίτημά τους. Στη συνέχεια αφήνονταν να τους καταπιεί η ελλαδική ανομία ή -εάν τα κατάφερναν- να μετακινηθούν σε κάποια πιο ελκυστική χώρα. Σχεδόν κανείς δεν έπαιρνε Πολιτικό Άσυλο.
Το 2015 αντιμετωπίσαμε ένα πραγματικά μεγάλο κύμα προσφυγιάς. Οι δομές μας κατέρρευσαν. Μας έσωσε η Γερμανία και οι άλλες δυτικές χώρες, που απορρόφησαν εθελούσια εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, έως ότου μια διεθνής συμφωνία με την Τουρκία ανέκοψε το κύμα.
Μετά την κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ εμπνεύστηκε μια πολιτική «αποτροπής». Η ιδέα ήταν να περνάνε οι μετανάστες «του λιναριού τα πάθη» στα χέρια των ελληνικών αρχών, ώστε κανείς πια να μην σκέφτεται διέλευση από την Ελλάδα. Έτσι φτιάχτηκαν η Μόρια και άλλα κολαστήρια. Η χώρα μας έφτασε στο σημείο να κρατάει με το ζόρι στην Ελλάδα εκατοντάδες ανθρώπους που είχαν το δικαίωμα να ενωθούν με τις οικογένειές τους στην Ευρώπη, όπου τους έκαναν δεκτούς, μόνο και μόνο για να τους ταλαιπωρεί και να περάσει το μήνυμα πως όποιος διέσχιζε να σύνορα με την Ελλάδα «δεν είχε πια καμία ελπίδα».
Η ΝΔ κλιμάκωσε αυτήν την πολιτική, με τα λεγόμενα «push backs». Αυτό σημαίνει πως συλλαμβάνεις πρόσφυγες που έχουν διασχίσει τα σύνορά σου, αγνοείς τις εκκλήσεις τους για Πολιτικό Άσυλο, τους κακοποιείς περισσότερο ή λιγότερο και τους στέλνεις μυστικά πίσω από τα σύνορα. Η πρακτική παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο και είναι βίαια απάνθρωπη.
Το κατεστημένο της ΕΕ ανέκαθεν χρειαζόταν μπουλντόγκ στα σύνορα της. Η Λιβύη έπαιζε επί χρόνια αυτόν τον ρόλο. Η έρημος στο νότο της χώρας αυτής είναι γεμάτη από τα οστά Αφρικανών, που στον δρόμο για την Ευρώπη έπεσαν πάνω στα περίπολα του Καντάφι. Η Ιταλία, η Ισπανία, η Βουλγαρία κ.ά επίσης εφάρμοσαν -και εφαρμόζουν κατά καιρούς- «λελογισμένα», παράνομες πολιτικές αποτροπής.
Επί κυβερνήσεων Μητσοτάκη όμως, η πολιτική των push backs έλαβε «βιομηχανικές» διαστάσεις. Άνθρωποι εξαφανίζονται από την… Πελοπόννησο και ξαναβρίσκονται στο Ιράκ, να αφηγούνται πώς μεταφέρθηκαν από την ενδοχώρα, με πλοία κατάφορτα με διακόσιους, τριακόσιους ανθρώπους, στο Ανατολικό Αιγαίο και πως από εκεί τους επιβίβασαν σε φουσκωτά καταμεσής στο πέλαγο, για να τους μαζέψουν (όσους μάζεψαν) οι τουρκικές αρχές.
Αυτή η πρακτική καλύφθηκε επί κάποια χρόνια ευχαρίστως από τις ξένες κυβερνήσεις, γιατί τους ήταν χρήσιμη. Αλλά κάποια στιγμή, δημοσιογράφοι, ΜΚΟ, προσωπικές μαρτυρίες των παθόντων, πολιτικά κόμματα, συνδικάτα κ.λπ ξεσκεπάζουν σταδιακά τις παράνομες πρακτικές. Η Ελλάδα σπρώχνεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ως παραβάτης της διεθνούς νομιμότητας.
Η Αθήνα βρίσκεται σε σταυροδρόμι: θα προσπαθήσουμε να διαχειριστούμε το πρόβλημα της μετανάστευσης εντός της διεθνούς νομιμότητας, ή θα βαφτίσουμε την παρανομία «πατριωτισμό», «εθνική επιταγή» και τα ρέστα;
O δεύτερος δρόμος είναι ευκολότερος -και έχει πολύ πολιτικό «ζουμί». Η κοινή γνώμη συγκινείται από τα πατριωτικά καλέσματα και τείνει να συσπειρώνεται γύρω από την εθνική της ηγεσία όταν νιώσει να απειλείται από τρίτους. Στις χώρες όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θεωρούνται κάπως «υπερβολικά» ή «μη ρεαλιστικά», η καταστρατήγησή τους μπορεί να μπετονάρει σταθερές πολιτικές και κοινωνικές πλειοψηφίες. Εάν μάλιστα οι πολιτικές ελευθερίες παρουσιαστούν ως μια «ξενόφερτη» και «υποκριτική» ιδέα, ανοίγει ο δρόμος για το φίμωμα κάθε αντιπολίτευσης, τον έλεγχο του τύπου, της δικαιοσύνης, των πανεπιστημίων κ.ο.κ, που είναι βέβαια, κακά τα ψέματα, το όνειρο κάθε εξουσίας! Ο Βίκτωρ Ορμπάν ακολούθησε αυτόν την οδό και μετατράπηκε από φιλελεύθερο, φιλοδυτικό και «αγαπημένο παιδί» της Ευρώπης, σε ακλόνητο κοινοβουλευτικό δικτάτορα, που μπορεί να μην βρίσκει εύκολα παρέα στα τραπεζώματα στο Συμβούλιο της ΕΕ, αλλά εξακολουθεί να εκλέγεται, με κολοσσιαίες πλειοψηφίες, επί πάνω από δέκα χρόνια, παραμένοντας μάλιστα (αυτό είναι το καλύτερο!) πλήρες και αξιοσέβαστο μέλος της ΕΕ και του ΕΛΚ! Οι κυβερνήσεις στην Πολωνία, και σε πολλά άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο, και δεν το μετάνιωσαν.
Ο πειρασμός να ακολουθήσει ο Μητσοτάκης την ίδια οδό είναι μεγάλος. Οι θριαμβολογίες που υποδέχτηκαν τη λογομαχία του με την Ολλανδέζα δημοσιογράφο το αποδεικνύουν. Ο δρόμος για τον ελληνικό ορμπανισμό είναι ανοικτός και τα σκυλιά δεμένα. Με κάποιες διαφορές: Η Ελλάδα επικαλείται τη διεθνή νομιμότητα σε όλα τα Εθνικά της θέματα. Πόσο θα μπορεί να συνεχίσει να το κάνει, όταν θα είναι έκθετη, ως παράνομη, στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και των αντίστοιχων κυβερνήσεων; Επιπλέον, ειδικά για την Ελλάδα, η πολιτική της ισχύς προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την προαιώνια της σύνδεση με τη δημοκρατία. Υπάρχει (εθνικός) λόγος που η Ελλάδα ανήκε ανέκαθεν (εντάξει, από τον Κριμαϊκό Πόλεμο) στη Δύση. Όσο κι αν ξερογλύφονται εμπρός στις μεγάλες πλειοψηφίες στο εσωτερικό, οι ηγέτες μας οφείλουν να συνυπολογίζουν πως ως κράτος-παρίας της Δύσης, η Πατρίδα μας θα γίνει πιο ευάλωτη στις ξένες επιβουλές.