Το επάγγελμα της μοδίστρας και του ράφτη το συναντάμε προς τα τέλη του μεσαίωνα. Πρόκειται για επάγγελμα που την περίοδο του μεσοπολέμου είχε για έδρα του το σπίτι, ως επί το πλείστον, ενώ θεωρούνταν (και ήταν) πολύ κοπιαστικό αλλά συνάμα και πολύ κερδοφόρο καθώς δεν υπήρχαν καταστήματα ετοίμων ενδυμάτων.
Έτσι οι άντρες ραβότανε και επιδιόρθωναν τα ρούχα τους στους ράφτες και οι γυναίκες στις μοδίστρες καθώς απαγορευόταν οι γυναίκες να ψηλαφίζουν ακόμη και για επαγγελματικό σκοπό άλλον άντρα εκτός από τον δικό τους.
Οι καλές μοδίστρες και οι καλοί ράφτες είχαν “ουρά” τους πελάτες για να ράψουν ή να επιδιορθώσουν ένα ρούχο, γι’ αυτό παραδοσιακά είχαν κοντά τους μικρές κοπέλες και νεαρούς (κάλφες ή τσιράκια) για να τους βοηθούν και να μαθαίνουν συγχρόνως τη δουλειά.
Με την εμφάνιση των πρώτων καταστημάτων ετοίμων ενδυμάτων το επάγγελμα αυτό άρχισε να φθίνει καθώς δεν περίμενες πολλές ημέρες για να πάρεις ένα ρούχο παρά έμπαινες στο κατάστημα το δοκίμαζες και το έπαιρνες.
Τα μοδιστράδικα και τα ραφτάδικα δεν είχαν πλέον τόση πολύ δουλειά με καινούργια ρούχα όσο με επιδιορθώσεις των παλιών.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 τα μαγαζάκια με τις επιδιορθώσεις ρούχων αρχίζουν να εξαφανίζονται ακόμη και στις μικρές σε πληθυσμό πόλεις.
Ερχόμαστε στην δεκαετία της οικονομικής κρίσης 2010 και το επάγγελμα που έτεινε να εξαφανιστεί έρχεται ξανά στο προσκήνιο και μάλιστα κάποιοι κάνουν χρυσές δουλειές με τις μεταποιήσεις. Όλο και περισσότεροι, ξεχνούν αναστολές και όνειρα για κάτι άλλο και ανακαλύπτουν εκ νέου επαγγέλματα, όπως ο τσαγκάρης, η μοδίστρα, ο ράφτης.
Ένα τέτοιο άτομο συναντήσαμε και εμείς, τον κ. Γιάννη Τζιμούρτο, που διατηρεί κατάστημα επιδιορθώσεων στην Λάρισα και του ζητήσαμε να μας πει δύο λόγια .
Ο κύριος Γιάννης είχε ένα μικρό συνοικιακό καφέ και το 2013 κάνει στροφή και ανοίγει ένα κατάστημα επιδιορθώσεων ρούχων. Καθώς ήταν άγνωστο το αντικείμενο για αυτόν προσλαμβάνει μοδίστρες και ταυτόχρονα μαθαίνει για δύο χρόνια την δουλειά.
Η δουλειά αυτή σε θέλει συνέχεια από επάνω μας λέει, φτάνω σε σημείο να δουλεύω 16 και 17 ώρες την ημέρα για να εξυπηρετήσω τους πελάτες και να πάρουν τα ρούχα τους στην ώρα τους. Όσο καλύτερη δουλειά κάνεις και όσο καλύτερη εξυπηρέτηση έχεις τόσο περισσότερο σε προτιμά ο κόσμος.
Στα χρόνια της κρίσης είδαμε πράγματα και θαύματα, μας λέει. Υπήρχαν παντελόνια που βάζαμε πέντε φορές μπάλωμα στο ίδιο σημείο μιας και φορώντας το συνέχεια τριβόταν και ήθελε ξανά μπάλωμα.
Είχαν ανοίξει οι ντουλάπες, όπως μας λέει, και ότι ρούχο ήθελε στένεμα ή άνοιγμα το έφερνε ο κόσμος για μεταποίηση. Ακόμη και ρούχα καινούργια που τα έβρισκαν σε κάποια προσφορά τα έφερναν είτε για στένεμα είτε για άνοιγμα και κόντεμα.
Στην καραντίνα με τον covid-19 , συνεχίζει, ο κόσμος μην έχοντας που να πάει έκανε πάλι το ίδιο πράγμα. Άνοιξε τις ντουλάπες και ότι ρούχο δεν του «καθόταν» καλά το έφερνε για επιδιόρθωση.
Στην ερώτηση μας αν είναι ο μοναδικός άντρας που κάνει επιδιορθώσεις και πως το βλέπουν οι γυναίκες να τους εξυπηρετεί στις διορθώσεις ρούχων ένας άντρας, ο κ. Γιάννης γέλασε και μας είπε : Η πελατεία μου είναι στο 50% γυναίκες , περισσότερο το σκεφτόμουν εγώ στην αρχή για το πώς θα βάλω τις καρφίτσες ή θα μαζέψω τον μπούστο παρά οι γυναίκες. Ο καταναλωτής ψάχνει για πιο οικονομικές λύσεις και εφόσον δεν μπορεί να ανανεωθεί αγοράζοντας καινούρια ρούχα μεταποιεί τα παλιά.
Κείμενο – Φωτογραφία : Δημήτρης Καστανάρας // Larissapress