Συμφωνώ πως πολλά μπορεί να καταλογίσει κανείς στην κοινοβουλευτική παρουσία των επικεφαλής των δύο μεγάλων κομμάτων. Στο λόγο τους διαγιγνώσκονται πράγματι σολοικισμοί, απλοϊκότητες, πλατειασμοί, δημαγωγία και τα ρέστα.
Δεν είναι όμως αυτά που δίνουν τον τόνο. Στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, ένα ζήτημα απαιτητικό και αρκετά «τεχνικό», αμφότεροι γνώριζαν εις βάθος το θέμα και ανέπτυξαν πειστικά αφηγήματα, με λόγο που διέθετε ειρμό και ισχυρά επιχειρήματα, σε ένα επίπεδο κατά πολύ ανώτερο από ότι βρίσκουμε στα άλλα βήματα του εγχώριου δημόσιου λόγου. Ο ακροατής τους διεύρυνε τις γνώσεις του για το συζητούμενο θέμα, προβληματίστηκε, αμφιταλαντεύτηκε.
Οι διαξιφισμοί τους στο κοινοβούλιο ξεφεύγουν κάποτε προς προσωπικές και εντυπωσιοθηρικές κατευθύνσεις, αλλά η σχέση τους παραμένει πολιτισμένη και «κανονική» για τα κοινοβουλευτικά δεδομένα κάθε σύγχρονης και ώριμης δυτικής/αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Οπότε όχι, δεν «ντρέπομαι» για το συγκεκριμένο δίδυμο. Μπορεί να μην εκφράζει την Ελλάδα «που θα θέλαμε», αλλά εξακολουθεί να είναι αρκετά (έως πολύ) καλύτερο από την Ελλάδα «όπως είναι πράγματι», κάτι που στο κάτω-κάτω είναι το σημαντικότερο ώστε να ασκείται η, ζωτική για τη δημοκρατία και την χώρα, ηγετικότητα, που είναι και το πρώτο καθήκον κάθε ηγεσίας.