Του Αντώνη Παπαργύρη*
Με την καταδίκη του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής μεγάλο κομμάτι του πολιτικού συστήματος, αναλυτές και δημοσιογράφοι θεώρησαν ότι ο κύκλος της κοινοβουλευτικής ακροδεξιάς εκπροσώπησης στην Ελλάδα είχε τελειώσει οριστικά. Μεταξύ άλλων και ο υπογράφων σημείωνε ότι: «η ιστορική αδυναμία της Ευρωπαϊκής εξτρεμιστικής δεξιάς να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με ευρύτερα εκλογικά στρώματα που θα επεκτείνονται σε βάθος χρόνου φαίνεται να βρίσκει τελικά εφαρμογή και στην Ελληνική περίπτωση» (ΤΑ ΝΕΑ 17/10/2020).
Τα γεγονότα ωστόσο στην Σταυρούπολη σε συνδυασμό με μια σειρά πρόσφατων δημοσκοπικών ευρημάτων που εμφανίζουν το κόμμα του Η. Κασιδιάρη να κινείται οριακά πάνω από το 1%, δημιουργούν δεύτερες σκέψεις σχετικά με την ολοκλήρωση της ακροδεξιάς παρουσίας τόσο στον δημόσιο χώρο όσο και στο επίπεδο της αφομοίωσης των απόψεων της σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Κατά την πρώτη φάση ανάπτυξης της Χ.Α η διείσδυση της ήταν ιδιαίτερα επιτυχής στις νεότερες ηλικίες 18-34 ετών σε περιοχές λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων που είχαν πληγεί από την κρίση. Η εκλογική της βάση ήταν κατά τα δύο τρίτα ανδρική με μορφωτικό επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το συνεκτικό ιδεολογικό τους στοιχείο ήταν η αποστροφή του πολιτικού κόσμου συλλήβδην και η ανοιχτή απόρριψη του κοινοβουλευτισμού.
Παρατηρώντας σήμερα το δημογραφικό προφίλ των πρωταγωνιστών των επεισοδίων στο σχολικό συγκρότημα της Σταυρούπολης διαπιστώνουμε ότι η ακροδεξιά ρητορική συνεχίζει να έχει κάποια απήχηση σε νεότερες ηλικιακές ομάδες. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτή η απήχηση εδράζεται σ’ έναν στέρεο ιδεολογικό προσανατολισμό ή λειτουργεί ως ένα όχημα διαμαρτυρίας και γενικευμένης αντίδρασης με αφορμή τους περιορισμούς που έχει δημιουργήσει η υγειονομική κρίση των δύο τελευταίων ετών.
Επιπλέον οι συνεχιζόμενες, έστω και μειωμένες, μεταναστευτικές ροές που σε μεγάλο βαθμό έχουν απορροφηθεί σε περιοχές όπως η Δυτική Θεσσαλονίκη συντηρούν και καλλιεργούν ένα ξενοφοβικό κλίμα που καταφέρνει να καταστεί ελκυστικό σε περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Το σίγουρο είναι ότι η εξτρεμιστική δεξιά συνεχίζει να διαθέτει μια οργανωμένη βάση – άγνωστο πόσο μεγάλη – που μετά από μια περίοδο απουσίας επιδεικνύει κινητικότητα και επιδιώκει να ανακαταλάβει ζωτικό χώρο κατ’ αρχήν στο δημόσιο περιβάλλον και στην συνέχεια και με την πρώτη ευκαιρία να επανακάμψει πολιτικά και κοινοβουλευτικά.
Η προηγούμενη εμπειρία έχει κάνει βεβαίως τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τους πολίτες περισσότερο υποψιασμένους και έτοιμους να παρέμβουν μην επιτρέποντας την μεγέθυνση του φαινομένου όπως συνέβη στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας.
Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι ακροδεξιές οργανώσεις σπάνια επιχειρούν να διεισδύσουν σε κοινωνικές ομάδες προβάλλοντας εξαρχής τον ιδεολογικό τους πυρήνα και τις πραγματικές επιδιώξεις τους. Εκμεταλλεύονται την κοινωνική, οικονομική και πολιτική συγκυρία αναπαράγοντας ένα γενικευμένο και κατά βάση απολίτικο λόγο ο οποίος σαν στόχο έχει να λειτουργήσει καταπραϋντικά για τις ανασφάλειες και τις ανησυχίες των πολιτών ενώ ταυτόχρονα προσφέρει απλουστευμένες ερμηνείες για τα πολύπλοκα ζητήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη κάθε φορά η ανθρώπινη φύση.
Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο και όχι ελληνικό. Η πανδημική κρίση έχει δημιουργήσει συνθήκες ανασφάλειας σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που αισθάνονται αποκομμένα από την συνολική εξέλιξη και βιώνουν έντονα τον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό. Ο κίνδυνος παραμένει.
*Ο κ. Αντώνης Παπαργύρης είναι Πολιτικός Επιστήμονας / Διευθυντής Ερευνών GPO
*Το παρόν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ