Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
Το ραδιόφωνο δεν έχει σταματήσει να παίζει τα τραγούδια του ακατάπαυστα. Οι νότες μπλέκονται με τις προσωπικές του αφηγήσεις, και η πολυτάραχη, μυθική του ζωή, αποκαλύπτεται ξανά, αυτή τη φορά μέσα από το πρίσμα της αθανασίας. Ο Μίκης νεκρός…
Το μυαλό μου ταξιδεύει μέσα από τις μουσικές του σε γεγονότα δικά μου κι έτσι συνειδητοποιώ τον λόγο για τον οποίο είχε υπερβεί τα συνηθισμένα, τα φθοροποιά. Ψάχνω να βρω κάποιον που τον έζησε από κοντά , ώστε να μου μιλήσει σε τόνο προσωπικό. Το μυαλό μου δεν μπορεί παρά να σταματήσει στη Νίτσα Λουλέ. Η Νίτσα των αγώνων, του βαρύ ονόματος και της δημοσιογραφίας, η Νίτσα της υπέρβασης και της ενότητας, έγινε μέλος της οικογένειας Θεοδωράκη, όταν παντρεύτηκε τον Γιάννη, την ευαίσθητη ψυχή, τον τεράστιο ποιητή, τον αδερφό του Μίκη. Της στέλνω μήνυμα και της ζητάω, αν μπορεί να υπερβεί την στεναχώρια και να μου γράψει δυο λόγια για τον Μεγάλο Μίκη. Μου απαντάει πως είναι πικραμένη με όλα όσα συμβαίνουν γύρω από την κηδεία… ωστόσο θα μου γράψει.
Το βράδυ του Σαββάτου, όταν η Ελλάδα παρακολουθεί τα όσα τραγικά συμβαίνουν με την επικείμενη ταφή του μεγάλου Έλληνα συνθέτη, μου έρχεται το κείμενο της και μιλάμε στο τηλέφωνο. Την ευχαριστώ δημόσια…
Γράφει η Νίτσα Λουλέ*
Βλέπω τώρα τον Μίκη να διηγείται τη ζωή του σε παλιότερη συνέντευξη στο κανάλι της βουλής. Βράδυ. Ώρα 11 και 9 λεπτά της τρίτης Σεπτεμβρίου. Το τηλέφωνο σταμάτησε να κτυπά. Ο δικαστής με την απόφαση του έδωσε περιθώριο στην οικογένεια να συναινέσει στην επιθυμία του να θαφτεί δίπλα στους γονείς και τον αδελφό του, στο νεκροταφείο του Γάλατα Χανίων. Ανακούφιση. Γνώρισα τον Μίκη στα 14 μου. Μαθήτρια της 2ης τάξης του γυμνασίου, μέσα από την μαθητιώσα νεολαία της ΕΔΑ. Τότε που ο Μίκης άρχισε να ταράζει τα νερά με τη μουσική του. Τα χρόνια δύσκολα, ο εμφύλιος ακόμη νωπός, οι φυλακές και οι εξορίες γεμάτες. Όλα αυτά πριν μπει η δεκαετία του 60 που τόσα δεινά έφερε στον τόπο. Η τύχη τα έφερε να μπω στην οικογένεια Θεοδωράκη λίγα χρόνια μετά ως νύφη. Ο αρραβώνας μας με τον Γιάννη έγινε λίγο πριν έρθει η χούντα κι ο Μίκης έγινε ο μεγάλος μου αδελφός. Όταν σμίγαμε σε οικογενειακά τραπέζια έκλεβε την παράσταση με τις πληθωρικές διηγήσεις του από τις συναυλίες, τις περιπλανήσεις του στις φυλακές και εξορίες, τις σκανταλιές των παιδικών του χρόνων. Έτρωγε έξι αυγά τηγανιτά για πρωινό και αλίμονο αν έβγαζες στο τραπέζι ελιές. Στην καλύτερη περίπτωση να πάει στο διπλανό δωμάτιο και στην χειρότερη να φύγει τελείως. Το ένα του πόδι ήταν μεγαλύτερο από το άλλο. Τα παπούτσια φτιαγμένα στον τσαγκάρη ειδικά για εκείνον. Η πληθωρική του προσωπικότητα δεν μπορούσε να περιοριστεί μόνο στη μουσική. Ανήσυχος και με βαθειά αγάπη για την Ελλάδα μπήκε από τα νιάτα του ακόμη στο χώρο της πολιτικής. Εξορίστηκε, φυλακίστηκε, βασανίστηκε, χωρίς ποτέ να λυγίσει. Αυτό του στοίχισε, πολλές φορές ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του. Δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με την αριστερά και ιδιαίτερα με το ΚΚΕ, το κόμμα που ζήτησε ο ίδιος στα στερνά του να αναλάβει την τελευταία πράξη της ζωής του και να θαφτεί σαν κομμουνιστής. Γιατί ο οικουμενικός Μίκης, ο υπέρμαχος της Ενότητας ήταν βαθειά μέσα του κομμουνιστής, όχι κομματικός. Συχνά δηλώσεις και πράξεις του γίνονταν στόχος επικρίσεων από τους συντρόφους. Πολλές φορές αναγνώρισε δημόσια λάθη του κι άλλες τα υπερασπίστηκε με πάθος, γιατί πίστευε πως είχε δίκαιο, όπως η λύση που πρότεινε για την επιστροφή του Καραμανλή προκειμένου να απαλλαγή η χώρα από τη χούντα. Γιατί η χειρότερη δημοκρατία είναι καλύτερη από την δικτατορία, κι αυτό το γνωρίζουμε καλά ΟΛΟΙ.
Ο Μίκης πήρε από το χέρι την Ελλάδα και με τη μουσική του την σεργιάνισε σ’ όλο τον πλανήτη. Κάποτε στο Ανατολικό Βερολίνο συνάντησα ένα Βιετναμέζο χειρουργό. Όταν του είπα ότι είμαι Ελληνίδα άρχισε να τραγουδά «Ένα το χελιδόνι». Δεν ήξερα τίποτε για τη χώρα σας, μου είπε, ούτε τα πάθη του λαού σας, μέχρι τη μέρα που πήγα σε συναυλία του στο Ανόι. Η γενιά μου γαλουχήθηκε από τα τραγούδια του. Μας κρατούσαν συντροφιά στις συγκεντρώσεις και τις πορείες για μια καλύτερη παιδεία, για δουλειά, για τη λευτεριά των γονιών μας που ήταν κλεισμένοι στις φυλακές. Αυτή η γενιά δεν μπορεί να ξεχάσει το πολιτιστικό βάρος της χώρας που σήκωσε στους ώμους του. Και θυμώνω όταν κάποιοι με τόση ευκολία των κατηγορούν (« έχει χάσει τα μυαλά του», «ντροπή του», «τα στέρνα τιμούν τα πρώτα», «έγινε ένα με την Χρυσή Αυγή»), όταν γράψει ένα κείμενο ή πει μια λέξη που δεν τους αρέσει ή βλάπτουν τα δικά τους πολιτικά συμφέροντα. Μιλώ για τους νεόκοπους αριστερούς η ξεχασμένους Πασόκους, που δεν έχουν διαβάσει την ιστορία του τόπου, δεν ξέρουν τι θα πει κοινωνικοί αγώνες.
Φίλε Λευτέρη μου ζήτησες να γράψω κάτι για τον Μίκη. Λυπάμαι αν χάλασα το κέφι κάποιων. Ελπίζω να μην στο χρεώσουν.
*Η Νίτσα Λουλέ είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος, πρώην βουλευτής