Γράφει ο Θωμάς Κυριάκος
Μια από τις παιδικές μου αναμνήσεις, που τείνει να σβήσει, είναι η Δημοτική Αγορά στη σημερινή πλατεία Μπλάνα. Ξεθωριασμένη ανάμνηση, με τον παππού μου να με κρατά απ’ το χέρι και να ψωνίζουμε σε κάποιο από τα καταστήματα, που βρισκόταν στην εξωτερική πλευρά του κτιρίου.
Περνώντας τα χρόνια η ανάμνηση αυτή πέρασε στη λήθη του χρόνου, ο χώρος άλλαξε ριζικά, η Αγορά γκρεμίστηκε, διαμορφώθηκε σε πλατεία, αρχικά ονομάστηκε «Πλατεία Λαού» και στη συνέχεια «πλατεία Μπλάνα». Παρ΄όλα αυτά οι περισσότεροι συνηθίζουμε να την προσδιορίζουμε ως «Δημοτική Αγορά» ή «Νέα Αγορά», όταν αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο χώρο. Σταδιακά η εικόνα της άρχισε να ξεθωριάζει στην μνήμη των περισσοτέρων. Μόνο χάρη στα λευκώματα «Λάρισα εικόνες του χθες», «Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα», «Λάρισα η μνήμη της πόλης ΚΑΤΟΧΗ-ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ 1941-1944» και στις κατά καιρούς αναφορές του κ. Νικ. Παπαθεοδώρου σε άρθρα του στην τοπική εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, έμεινε ζωντανή κάνοντας τους παλαιότερους να αναπολούν και τους νεώτερους να αναζητούν πληροφορίες.
Αφορμή για το σημερινό δημοσίευμα στάθηκε η εύρεση από τον Γιώργο Χατζούλη, στέλεχος της Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων και μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας, μιας σειράς σχεδίων του 1929 με τις υπογραφές του γνωστού Αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη [1] και της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, με τις αρχικές προτάσεις για την ανέγερση της Δημοτικής Αγοράς στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Ρούσβελτ, Κούμα, Ασκληπιού και Παπασταύρου.
Ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης, αρχιτέκτονας του Ηρώου του Αγνώστου Στρατιώτου μπροστά από το κτίριο της Βουλής, βρέθηκε στην πόλη μας το 1929 κατά τη διάρκεια της κατασκευής του Υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στη συμβολή των σημερινών οδών Κύπρου & Φιλελλήνων, εκεί όπου μέχρι πρότινος στεγαζόταν η ALPHA BANK. Προφανώς λόγω της τακτικής παρουσίας του στην πόλη μας πληροφορήθηκε τις προθέσεις της Δημοτικής Αρχής και την αναγκαιότητα για την ανέγερση κτιρίου που θα συγκέντρωνε τα κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, οπωροπωλεία και πρατήρια τροφίμων από διάφορα σημεία του κεντρικού τομέα της πόλης.
Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματα του ο τότε Δήμαρχος της πόλης μας Μιχαήλ Σάπκας [2]: «…εθεώρησα βαρυτάτην την ευθύνην δια την επικρατούσαν αθλιότητα εις τους δρόμους της πόλεως, την μη υπάρχουσαν καθαριότητα εις αυτούς και την εν γένει αγορανομικήν αταξίαν. Απεφάσισα την εκτέλεσιν των απαιτουμένων δημοτικών έργων προς άρσιν κατά το δυνατόν αυτής της καταστάσεως. Εσκέφθην, μετά τα υπό εκτέλεσιν έργα υδρεύσεως και ηλεκτροφωτιμού της πόλεως, να επιχειρήσω την ανέγερσιν κτιρίου Δημοτικής Αγοράς εις την οποίαν να συγκεντρωθώσι τα κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, λαχανοπωλεία, οπωροπωλεία και διάφορα πρατήρια τροφίμων, άτινα έχουσι ανάγκην σοβαράς αστυνομικής επιβλέψεως και αγορανομικής τακτοποιήσεως, τοσούτο μάλλον καθ’ όσον έχουσι μεγάλην σχέσιν με την υγείαν και καθαριότητα της πόλεως.
Μόνον η συγκέντρωσις όλων αυτών των πωλητών των ανωτέρω εφοδίων εις μίαν παγίαν αγοράν ηδύνατο να εξασφαλίση συντονισμένην επίβλεψιν αυτών υπό της Αστυνομίας και εξασφάλισιν πλήρους καθαριότητος υπό του Δήμου, όχι μόνον εις την ανεγερθησομένην Δημοτικήν Αγοράν, αλλά εις αρκετόν βαθμόν και εις όλα τα πολυσύχναστα κέντρα της πόλεως, εις τα οποία όλως ασυδότως είχαν εγκατασταθεί κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, λαχανοπωλεία και διάφορα άλλα πρατήρια τροφίμων, εφαρμοζομένων αυστηρώς των υγιεινομικών νόμων και υπουργικών διαταγών περί απαγορεύσεως ιδρύσεως κατά βούλησιν τοιούτων εις σημεία της πόλεως της εκλογής των επαγγελματιών τούτων.
Είχον την γνώμην ότι δια της ανεγέρσεως Δημοτικής Αγοράς και της υποχρεωτικής εγκαταστάσεως εις αυτήν και συγκεντρώσεως επί το αυτό όλων των ανωτέρω, θα έκαμε ο Δήμος το πρώτο βήμα προς αποκατάστασιν της καθαριότητος των οδών εις κατάστασιν ανεκτήν και εμφανίσιμον».
Όπως ανέφερα σε προηγούμενο δημοσίευμα μου στην περιοχή του σημερινού Δημοτικού Ωδείου υπήρχαν τα Βασιλικά Ανάκτορα της Λάρισας[3], ενώ νότια του ανακτόρου απλωνόταν ένας μεγάλος αδιαμόρφωτος χώρος. Με την σταδιακή εφαρμογή του νέου σχεδίου πόλεως του 1883 κάποια στιγμή ο χώρος αυτός οριοθετήθηκε με την χάραξη της οδού Μακεδονίας (της σημερινής Βενιζέλου) και το νότιο τμήμα του ονομάσθηκε «Πλατεία Ανακτόρων», ενώ το μικρό αλσύλλιο, που το περιέβαλλε, ονομάσθηκε «Κήπος Ανακτόρων». Το 1900 περίπου ο χώρος αυτός ισοπεδώθηκε, τετραγωνίσθηκε και διαμορφώθηκε σε πλατεία.
Το 1922, ο χώρο της πλατείας παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Εδώ στήθηκαν παράγκες όπου λειτούργησαν μπακάλικα, μανάβικα, ψαράδικα, καφενεία και άλλες μικροεπιχειρήσεις. Με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση όμως έγινε ανεξέλεγκτη, ενώ οι χώροι υγιεινής απουσίαζαν.
«Εις ειδικήν συνεδρίασιν του Δημοτικού Συμβουλίου» αναφέρει ο Μιχαήλ Σάπκας, «κληθείσαν προς συζήτησιν του θέματος της ανεγέρσεως Δημοτικής Αγοράς, ανεκοίνωσα τας ανωτέρω σκέψεις μου εις όλας τας λεπτομερείας και εξέθηκα τας παρατηρήσεις μου και τας μελέτας μου με την Μηχανικήν υπηρεσίαν του Δήμου. Το Συμβούλιον μετά συζήτησιν εφ’ όλων των απόψεων του σπουδαιοτάτου τούτου έργου, απεδέχθη κατ’ αρχήν την εκτέλεσιν του έργου, θεωρηθέντος χρησιμοτάτου και πρωταρχικού δια την εξασφάλισιν καθαριότητος και υγιεινών συνθηκών εις την πόλιν.
Όσον αφορά την τοποθέτησιν αυτής υπέδειξα δύο κεντρικάς θέσεις της πόλεως, με εμβαδόν πληρούν την απαιτουμένην έκτασιν δι΄αγοράν.
α) Το οικοδομικόν τετράγωνον το αφοριζόμενον υπό των εξής οδών, ανατολικώς υπό της οδού Ασκληπιού, μεσημβρινώς υπό της οδού Κούμα, δυτικώς υπό της οδού Φαρσάλων (σημερινή Ρούσβλετ) και βορείως υπό της παρόδου Κ. Παπασταύρου, εμβαδού περί τα 3.400 τ. μ. Το οικοδομικόν τούτο τετράγωνον εκαλύπτετο υπό πεπαλαιωμένων οικοδομών, μαγαζείων τινων ηρειπωμένων, ελευθέρων ασκεπών χώρων και την οικίαν των αδελφών Δ. Παπακωνσταντίνου. Πλην της οικίας, ταύτα όλα τα άλλα κτίσματα ήσαν οθωμανικά ανταλλάξιμα ακίνητα άνευ μεγάλης αξίας. Μόνον η οικία των αδελφών Δ. Παπακωνσταντίνου, ενοικιασμένη ως εισαγγελία Πρωτοδικών, έπρεπε να αγορασθή ή να απαλλοτριωθή. Των οθωμανικών ανταλλαξίμων κτισμάτων τελούντων υπό την διαχείρισιν της επιτροπής ανταλλαξίμων παρά τη Εθνική Τραπέζη, θα εζητείτο παρ’ αυτής η παραχώρησις δι’ ιδιαιτέρας συμφωνίας.
β) Την Πλατείαν Παλ. Ανακτόρων με εμβαδόν περίπου 3.500 τ. μ. αρκετών δια το έργον μας.
Και αι δύο τοποθεσίαι αρκετά καλαί, είχον τόσον τα καλά προσόντα των όσον και τα ελαττώματά των. Το ανταλλάξιμον οικοπεδικόν τετράγωνον κεντρικότερον του πρώτου, ήτο εντελώς επίπεδον άνευ ουδεμιάς κλίσεως προς οιανδήποτε πλευράν δια τας αποχετεύσεις, από οικονομικής δε πλευράς προς παραχώρησιν ή αγοράν αυτού έπρεπε να προβώμεν εις δυσκόλους διαπραγματεύσεις και βραδείας, δι’ αγοράν αυτού παρά της διαχειριστρίας παρά τη Εθνική Τραπέζη επιτροπής των ανταλλαξίμων οθωμανικών κτημάτων, ηλπίζομεν δε ότι θα ετυγχάνωμεν λογικών όρων αγοράς και διευκολύνσεων εις την καταβολήν του τιμήματος.
Η Πλατεία των παλαιών Ανακτόρων πλέον ευάερος απετέλει σπουδαίον πνεύμονα της πόλεως δια τον αερισμόν αυτής. Ήτο η αφετηρία όλων των μεγάλων εθνικών και επαρχιακών οδών, αλλ’ είχε και το προτέρημα της ευχερούς αποχετεύσεως προς τον Πηνειόν έξω της πόλεως, λόγω αρκετής κλίσεως των οδών της βορείου και ανατολικής πλευράς. Ενεφανίζετο όμως σοβαρά δυσχέρεια λόγω της εγκαταστάσεως εν αυτή από του 1923 παραγκών προς στέγασιν προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, υπό τύπον προσωρινότητος μεν, αλλά η απομάκρυνσις αυτών εξ αυτής προεβλέπετο δυσχερής, ως συνέβη και εις άλλας πόλεις. Αν η αγορά ανεγείρετο επί της Πλατείας θα υπήρχε η ωφέλεια της μη αγοράς σχετικού οικοπέδου προς τοποθέτησίν της, αφ’ ετέρου η πλέον σοβαρά ζημία θα ήτο ότι θα έχανεν η πόλις μίαν των κεντρικών της Πλατειών. Ίνα γίνωμεν θετικώτεροι εις τας προς το Δημοτικόν Συμβούλιον προτάσεις μας, επεδείξαμεν εις αυτό προσχέδιον της μελετωμένης Αγοράς ίνα λάβη ιδέαν του μελετωμένου έργου.»
«Μετά την ανωτέρω ληφθείσαν απόφασιν απετάνθην προς την διαχειρίστριαν επιτροπήν ανταλλαξίμων δια την παραχώρησιν του ανωτέρω οικοδομικού τετραγώνου εγγράφως. Αύτη επεφυλάχθη να απαντήση, αφού ζητήση και την γνώμην της εν Αθήναις Κεντρικής Επιτροπής.
Εν των μεταξύ ο μηχανικός του Δήμου Χαρίλ. Περδικάρης προέβη εις τον καταρτισμόν μελέτης, προϋπολογισμού, μετά σχεδιαγραμμάτων, κρατήσας εν τη διατυπώσει της μελέτης την επιφύλαξιν και προοπτικήν, ώστε η μελέτη να δύναται να προσαρμοσθή με επουσιώδεις τροποποιήσεις εις εκατέραν των δύο τοποθεσιών. Η μελέτη υπεβλήθη εις το Δημοτικόν Συμβούλιον προς έγκρισιν και ενεκρίθη δια της υπ’ αριθ. 65 πράξεως αυτού, ως και ο προϋπολογισμός ανερχόμενος εις 5.600.000 δρχ.
Η επιτροπή διαχειρίσεως οθωμανικών ανταλλαξίμων κτημάτων προς ήν διαπραγματευόμην την αγοράν του ανωτέρου οικοδομικού τετραγώνου, δια του υπ’ αριθ. 84436 έ. έ. εγγράφου της παρουσίασε σχεδόν ανυπερβλήτους δυσχερείας δια την αγοράν αυτού, απαιτουμένης χωριστής δημοπρασίας δι’ έκαστον των επ’ αυτού οικοδομών και χώρων ή έπρεπε να ζητήση το Κράτος δι’ ίδιον λογαριασμόν την παραχώρησιν αυτού εις αυτό και το ίδιον να πωλήση τούτο εις τον Δήμον.
Το έγγραφον τούτο ανεκοίνωσα εις το Δημοτικόν Συμβούλιον, όπερ συζητήσαν ευρέως επ’ αυτού εις δύο συνεδριάσεις του, της 18 και 26 Ιουνίου 1929, μετά μακράς συζητήσεως ενέκρινεν οριστικώς όπως η Δημοτική Αγορά ανεγερθή επί της Πλατείας Παλ. Ανακτόρων, έχουσαν εμβαδόν 3,400 τ. μ., πλέον ή αρκετόν δια την ανέγερσιν Δημ. Αγοράς, εκδώσαν τας υπ’ αριθμ. 97 και 109 πράξεις αυτού. Συνίστα δε την πραγματοποίησιν του υπό διαπραγμάτευσιν δανείου εξ 7.000.000 δρχ. παρά της Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης, όπερ είχε ζητηθεί επί τη προόψει και της αγοράς του ανταλλαξίμου οικοδομικού τετραγώνου. Η Τράπεζα ενέκρινε την χορήγησιν αυτού ως διατυπούται εις τας ανωτέρω πράξεις του Δημοτικού Συμβουλίου.»
Η αρχιτεκτονική και η στατική μελέτη της Δημοτικής Αγοράς είχε εκπονηθεί από το υπουργείο Δημοσίων Έργων, ενώ η εργολαβία ανατέθηκε μετά από δεύτερη δημοπρασία, στον μηχανικό Κωνσταντίνο Μιχαλέα. Άρχισε να κτίζεται κατά τα τελευταία έτη της δεύτερης δημαρχιακής θητείας του Σάπκα (1929-1934). Οι διαστάσεις του κτιρίου ήταν 49,50 Χ 42,50 μέτρα και το περίγραμμα ακολούθησε το σχήμα της πλατείας. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε το κτίσμα να έχει δύο ορόφους και υπόγειο, τα καταστήματα να είναι περιφερειακά και στο κέντρο να υπάρχει αίθριο, το οποίο θα καλυπτόταν από υαλόφρακτη στέγη. Η μεγάλη όμως δαπάνη που απαιτούσε η κατασκευή του, υποχρέωσε τον Δήμο να οικοδομήσει αρχικά μόνο το ισόγειο και η ολοκλήρωσή του, όπως είχε αρχικά σχεδιασθεί, θα γινόταν σε μια δεύτερη φάση [4]. Όπως αναφέρεται στην εφημερίδα ΚΗΡΥΞ [5], λόγω της αλλαγής της θέσεως ανέγερσης της Νέας Αγοράς, ανατέθηκε η σμίκρυνση και η τροποποίηση των εγκεκριμένων σχεδίων στον αρχιτέκτονα Ελευθέριο Κολονέλο [6] και την προσαρμογή τους στο επιλεγέν οικόπεδο. Η τελική μελέτη περιελάμβανε 51 καταστήματα ίδιου εμβαδού.
Στην απόφαση αυτή του δημάρχου αντέδρασαν οι περισσότεροι από τους καταστηματάρχες της πλατείας Ανακτόρων, αλλά και οι άλλοι της οδού Πανός (κρεοπωλεία, ψαράδικα), οι οποίοι έπρεπε υποχρεωτικά να μετακομίσουν στη Νέα Αγορά. Έπειτα από σκληρό αγώνα και με την βοήθεια του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, ο Μιχ. Σάπκας κατόρθωσε να κτίσει τελικά την Δημοτική Αγορά και να τη θέσει σε λειτουργία το 1933. Η ονομασία που επικράτησε μετά την κατασκευή της μεταξύ των Λαρισαίων προπολεμικά ήταν Νέα Αγορά, γιατί η Δημοτική Αρχή είχε κατορθώσει να πείσει, με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, τους μαγαζάτορες της οδού Πανός (κρεοπώλες, ιχθυοπώλες και οπωροπώλες, κλπ.) να μετακομίσουν το 1933 στο νέο κτίριο. Τα εγκαίνια έγιναν με επισημότητα τον Δεκέμβριο του 1933, δύο περίπου μήνες πριν από τις δημοτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1934, ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο.
Στις εκλογές που ακολούθησαν, όπως είναι γνωστό, ο εμπνευστής του έργου Μιχ. Σάπκας απέτυχε να επανεκλεγεί και ο διάδοχός του Στυλιανός Αστεριάδης δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει. Επί πλέον η νέα Δημοτική Αρχή κατηγόρησε τον απελθόντα δήμαρχο Σάπκα μαζί με τον εργολάβο μηχανικό Μιχαλέα για κακοτεχνίες στο έργο και για σοβαρές παραβάσεις της συγγραφής υποχρεώσεων, με την ανοχή της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου. Και όλα αυτά έγιναν, κατά την καταγγελία, με σκοπό την αποκόμιση αθέμιτων κερδών.
Η διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ της νέας και της παλιάς Δημοτικής Αρχής πήρε μεγάλη έκταση και δια του Τύπου, όπως αυτά κατεγράφησαν στην τοπική εφημερίδα ΚΗΡΥΞ.
Η επιτροπή που ερεύνησε τις κατηγορίες δεν διαπίστωσε καμία παράλειψη, όμως ο θόρυβος που δημιουργήθηκε στην μικρή τότε κοινωνία της Λάρισας σπίλωσε για ένα διάστημα το όνομα και του πρώην δημάρχου και του κατασκευαστή.
Μετά την κήρυξη του πολέμου και την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου η Λάρισα γνώρισε τις οδυνηρές συνέπειες, αρχικά του μειωμένου επισιτισμού και στη συνέχεια του ισχυρού σεισμού της 1ης Μαρτίου του 1941 και των βομβαρδισμών που ακολούθησαν. Ο σεισμός άφησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού άστεγο. Το 60~70% των κτισμάτων της πόλης κατέρρευσαν ή ήταν επικίνδυνα. Με το μεγαλύτερο αριθμό των κατοίκων, που έμεινε στην πόλη να ζει σε σκηνές ή πρόχειρες παράγκες, ενώ αρκετοί μετακινήθηκαν σε διπλανά χωριά, αρκετοί οδηγήθηκαν σε πλιάτσικο των καταστημάτων της Δημοτικής Αγοράς για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Το 1952 επί δημαρχίας Καραθάνου, σύμφωνα με δημοσιεύματα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ εκείνης της χρονιάς, το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε την κατασκευή 2ου ορόφου στο κτίριο της Δημοτικής Αγοράς, με δανεισμό από τον ΟΥΗΛ. Ο όροφος αυτός θα περιελάμβανε 54 καταστήματα και μια μεγάλη αίθουσα για συγκεντρώσεις και διαλέξεις, αίθουσα που την στερούταν εκείνη την εποχή η πόλη. Επίσης είχε αποφασιστεί η μεταφορά των Ψαράδικων στο χώρο της σκεπαστής αγοράς της «Τετάρτης» στο λόφο Ακροπόλεως, με κάποιες βελτιώσεις στα υπόστεγα, και η μεταφορά των κρεοπωλείων που καταλάμβαναν, τότε, τον εξωτερικό περιμετρικό χώρο στο εσωτερικό της Αγοράς και την ενοικίαση των κενών εξωτερικών καταστημάτων σε παντοπώλες και άλλα συναφή επαγγέλματα. Λίγους μήνες μετά η ιδέα εγκαταλείφθηκε.
Η ζωή της Δημοτικής Αγοράς υπήρξε, δυστυχώς, μικρή μόλις 45 χρόνια. Το καλοκαίρι του 1978, επί δημαρχίας Αγαμέμνονα Μπλάνα, με την κατεδάφιση έκλεισε τον κύκλο της. Η ιδέα της κατεδάφισης είχε τεθεί από την περίοδο της δικτατορίας, αλλά το προεδρικό διάταγμα δημοσιεύθηκε το 1977 και τον Αύγουστο του 1978 υλοποιήθηκε.
Το καλοκαίρι του 1978, κατά τη διάρκεια της κατεδάφισης, διαπιστώθηκε ότι στο εσωτερικό ορισμένων καταστημάτων υπήρχαν όμορφες τοιχογραφίες κάποιου λαϊκού καλλιτέχνη. Η έρευνα που ακολούθησε απέδειξε ότι τα έργα αυτά ανήκαν στον λαϊκό ζωγράφο Μιχάλη Παντόλφη [7]. Είχαν ζωγραφισθεί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου σε πολλά καταστήματα «αντί πινακίου φακής». Με τη μεσολάβηση του ζεύγους Γουργιώτη, του Τάκη Τλούπα και άλλων ευαισθητοποιημένων συμπολιτών μας, της νεοσύστατης τότε Λαογραφικής Εταιρίας Λαρίσης, διεκόπη προσωρινά η κατεδάφιση, έγινε η αποτοίχιση από ειδικό συνεργείο, εκείνων των έργων του Παντόλφη που διατηρούνταν σε ικανοποιητική κατάσταση. Αρχικά αποθηκεύθηκαν στα γραφεία της Λαογραφικής Εταιρείας Λαρίσης, το σημερινό Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο, τα οποία στεγάζονταν τότε στο υπόγειο του Δημαρχείου, όπου παρέμεναν ξεχασμένα για αρκετά χρόνια. [8]
Επί δημαρχίας Καφφέ, άνθρωποι του Υπουργείου Πολιτισμού φρόντισαν για τη μεταφορά τους στον Βόλο, λόγω αδυναμίας συντήρησής τους στη Λάρισα, στην Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Θεσσαλίας. Το μεγαλύτερο μέρος των αποτοιχισμένων έργων συντηρήθηκαν και μάλιστα με πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα και περίμεναν την επιστροφή τους στη Λάρισα, εδώ και αρκετά χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια, αρχικά ο κ. Νικ. Παπαθεοδώρου με μια σειρά άρθρων του, στη συνέχεια ο Δήμος Λαρισαίων με μια σειρά ενεργειών και στα τέλη του 2020 μετά από παρέμβαση του Λαρισαίου βουλευτή της Ν.Δ. Μάξιμου Χαρακόπουλου προς το Υπουργείο Πολιτισμού και την Υπουργό Λ. Μενδώνη ο στόχος επετεύχθη. Στις 29 Ιανουαρίου 2021 παρελήφθησαν από το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας όλες οι τοιχογραφίες. Συντηρημένες και μη, με την ευχή όλων να ολοκληρωθεί η αποκατάσταση όσων εκκρεμούν και σύντομα να εκτεθούν στο κτίριο του Λαογραφικού Μουσείου, όπου ανήκουν.
Αν και συμπληρώνονται σχεδόν 45 χρόνια χρόνια από την κατεδάφιση της Δημοτικής Αγοράς, όσα και τα χρόνια ζωής της, κατά την ταπεινή μου γνώμη η κατεδάφισή της ήταν λανθασμένη. Ο χώρος που προέκυψε δεν αποτέλεσε πότε «πνεύμονα πρασίνου» για την πόλη, ειδικά μετά την κατασκευή του υπόγειου πάρκινγκ μεταμορφώθηκε σε μια απρόσωπη πλατεία, απροσπέλαστη από τους περισσότερους λόγω των πολλών αυτοκινήτων που κυκλοφορούν περιμετρικά της. Θα μπορούσε κάλλιστα να διατηρηθεί, να ανακαινισθεί, όπως η αντίστοιχη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης στην Αθήνα ή της Καρδίτσας και να αξιοποιηθεί διαφορετικά, όχι να γκρεμιστεί. Άλλες εποχές, άλλη αντιμετώπιση. Παρ΄ όλα αυτά είναι μια απόφαση που ακόμη και σήμερα προβληματίζει πολλούς στην πόλη και νομίζω ότι είναι λιγάκι ειρωνικό το γεγονός ότι δόθηκε στην πλατεία το όνομα του δημάρχου που την κατεδάφισε.
Το οδοιπορικό μας στην παλιά Λάρισα συνεχίζεται…
Θωμάς Ζ. Κυριάκος
thomask.larissa@gmail.com
[1] Εμμανουήλ Λαζαρίδης βρέθηκε στο προσκήνιο της επικαιρότητας του Μεσοπολέμου, σημαδεύοντας την ιστορία του κέντρου της Αθήνας ως αρχιτέκτων του μνημείου του Άγνωστου στρατιώτη (1928-1932). Γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη το 1894 και αφού τελειώσει το Ζωγράφειο Γυμνάσιο εκεί, αναχωρεί το 1913 για να ακολουθήσει σπουδές αρχιτεκτονικής στην Ecole Nationale Superieure des Beaux Arts στο Παρίσι. Διακόπτει τις σπουδές του για να έρθει στην Ελλάδα και να ενταχθεί, ως εθελοντής, στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου. Παράλληλα, εγγράφεται στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μέχρι τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου εργάζεται ως βοηθός στα γραφεία των καθηγητών Α. Νικολούδη και Β. Κουρεμένου. Στη συνέχεια επιστρέφει στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και εκεί θα διακριθεί επανειλημμένα με ιδιαίτερες επιδόσεις στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής και στα συνθετικά μαθήματα. Επιστρέφοντας στην Αθήνα παντρεύεται το 1924 την Κωνσταντινουπολίτισσα Αγνή Κ. Δημητρακοπούλου, από την οποία αποκτά την πρόωρα χαμένη μοναχοκόρη του, Κατερίνα. Το ξεκίνημα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας συμπίπτει με τη δημιουργική θητεία του βενιζελικού δημάρχου Σπύρου Πάτση και ο Λαζαρίδης, ως τμηματάρχης των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Αθηναίων συμβάλλει αποφασιστικά στο εξωραϊστικό πρόγραμμα της τετραετίας 1925-1929. Η ήττα του Πάτση στις δημοτικές εκλογές θα τερματίσει τη γόνιμη θητεία του Λαζαρίδη στον Δ. Αθηναίων. Ακολούθησε η βράβευση του στον διαγωνισμό για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και αλλεπάλληλες διακρίσεις σε άλλους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς μέχρι το 1935 που τον έκαναν διάσημο και μπόρεσε να φτιάξει το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο. Σε συνεργασία με τους αρχιτέκτονες Λ. Μπόνη, Ν. Κακούρη και Γ. Βυργιώτη ίδρυσε την Σχολή Αρχιτεκτονικών Μελετών φροντιστηριακού χαρακτήρα για τους σπουδαστές του Ε.Μ.Π. που στεγάζονταν στο γραφείο του και απευθυνόταν κυρίως σε όσους ήθελαν να σπουδάσουν στην Ecole des Beaux Arts. Ήταν κάτοχος εργοληπτικού πτυχίου Δ΄ τάξης από το 1948 και έτσι εκτός από την μελέτη και την επίβλεψη έπαιρνε μέρος και στην κατασκευή. Πεθαίνει στην Αθήνα το 1961.
Από την ιστοσελίδα http://www.hellenicaworld.com/Greece/Person/gr/ManolisLazaridis.html
[2] Ευχαριστώ θερμά τον κ. Νικόλαο Παπαθεοδώρου, μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας, για την παραχώρηση μέρους των ανέκδοτων απομνημονευμάτων του Μιχαήλ Σάπκα.
[3] «Νοσταλγώντας την παλιά Λάρισα – Η οδός Κύπρου, από την περιοχή Σιάουλο & τη Δημοτική Αγορά, έως την παλιά Εβραϊκή συνοικία», του Θωμά Ζ. Κυριάκου, στη Larissa Press, δημοσιεύθηκε στις 10 Μαΐου 2020.
[4] «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα – Η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ», του Νικολάου Αθ. Παπαθεοδώρου στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, δημοσιεύθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015.
[5] ΚΗΡΥΞ, Λάρισα, περίοδος Β΄ Έτος 7ον, αρ. φύλ. 2905. Ευχαριστώ θερμά τον Αχιλλέα Καλτσά, μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας, για την παραχώρηση των δημοσιευμάτων εκείνης της περιόδου.
[6] «ΑΣΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ – Ελευθέριος Κολονέλος ο πρωτοποριακός αρχιτέκτονας της Λάρισας», του Θωμά Ζ. Κυριάκου στη Larissa Press, δημοσιεύθηκε στις 8 Μαΐου 2021.
[7] Ο Μιχάλης Παντόλφης, όπως δείχνει και το όνομά του, ήταν ιταλικής καταγωγής (Pantolfi) και μάλιστα πιστεύεται ότι η οικογένεια του πατέρα του καταγόταν από τα ελληνόφωνα χωριά της Νότιας Ιταλίας. Ήταν μια οικογένεια πλανόδιων λαϊκών καλλιτεχνών (μουσικοί, ζωγράφοι, φωτογράφοι, ηθοποιοί, ακόμα και ακροβάτες), οι οποίοι περιέτρεχαν τις ελληνικές παροικίες της Μ. Ασίας και της Αιγύπτου σαν μπουλούκια. Γεννήθηκε το 1886 στη Σμύρνη και στη Λάρισα εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1922. Στην πόλη μας κοντά στα άλλα άρχισε να ζωγραφίζει τους τοίχους γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι και από μαγαζί σε μαγαζί, παρακαλώντας να καλύψει τις γυμνές επιφάνειες με συνθέσεις του και με μηδαμινές απολαβές, που συνήθως επαρκούσαν μόνο για τα χρώματα και μερικά κατοσταράκια τσίπουρου με μεζέ. Μεταπολεμικά η εικαστική παρουσία του ήταν μειωμένη και δεν έχουν εντοπισθεί έργα του. «ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ – Ο ζωγραφικός κόσμος του Μιχ. Παντόλφη», του Νικολάου Αθ. Παπαθεοδώρου στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, δημοσιεύθηκε στις 10 Μαΐου 2020.
[8] «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα – Ο λαϊκός ζωγράφος Μιχάλης Παντόλφης», του Νικολάου Αθ. Παπαθεοδώρου στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, δημοσιεύθηκε στις 19 Αυγούστου 2015.