«Με λένε Chris, Χρήστος Νικολάου, είμαι από την Αμμόχωστο». Μου συστήθηκε ένας Κύπριος που θα γινόταν γρήγορα αδερφικός μου φίλος. Ήταν ένα βράδυ Πέμπτης σε ένα υπόγειο ρεμπετάδικο του κεντρικού Λονδίνου. Ο Γιάννης Πολυκανδριώτης, καινούρια τότε άφιξη στην παροικία, έπαιζε σμυρναίικα και ο Χρήστος μου μιλούσε για την Αμμόχωστο. Οι γνώσεις μου τότε ελάχιστες, το βιβλίο ιστορίας στο σχολείο δεν έλεγε πολλά. Οι περισσότερες γνώσεις μου για την Κύπρο, εξάλλου, είναι πρωτογενείς, αποκύημα αφηγήσεων ανθρώπων που σε κοίταζαν με θλίψη που δεν συναντάς συχνά για χαμό αγαπημένων προσώπων. Η πόλη αυτή έγινε συνώνυμο της μελαγχολίας και της προσμονής, τα εγκαταλελειμμένα Βαρώσια συχνά κάνουν τα μάτια των κατοίκων της να γυαλίζουν, σαν ένα παφλασμός της θάλασσας εκείνης της μόνης.
Είναι αλήθεια ότι η Αμμόχωστος έχει ένα ρόλο να επιτελέσει στον αγώνα αυτόν τον αέναο ενάντια στη λήθη. Η Αμμόχωστος δεν έχει να επιδείξει την οικονομική άνθηση της Λεμεσού ή τον τουρισμό της Πάφου. Δεν έχει να επιδείξει μια ζωή που συνεχίζεται, όπως στη Λευκωσία. Η Αμμόχωστος περιμένει τη λύση περισσότερο από τον καθένα και κάθε τόσο, σαν από θαύμα, έρχεται στο προσκήνιο και κάνει το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ πιο δυνατό και επιτακτικό.
Όσο και αν στις διεθνείς σχέσεις προέχει η ανάγνωση των δεδομένων και η ψυχρή λογική, η ορθολογιστική διπλωματική σκέψη είναι πάντα το ζητούμενο, ο ελληνισμός δεν πρέπει να ξεχνά ότι στη σύγχρονη ιστορία του και πάντα με βάση το διεθνές δίκαιο και τις εν ισχύ συνθήκες, έχει απωλέσει κυριαρχικά δικαιώματα και εδάφη.
Το Κυπριακό πρέπει είναι η κορωνίδα των διεκδικήσεων μας και βέβαια δεν μπορεί να είναι εκτός ουδεμίας συνομιλίας και διευθέτησης καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελέσει ιστορικό και μη αναστρέψιμο λάθος.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση ελληνοτουρκικής προσέγγισης χωρίς την επίλυση του Κυπριακού, ο άνεμος αισιοδοξίας που θα επικρατήσει, θα ρίξει νερό στον μύλο των Τούρκων καταπατητών και θα αποτελέσει ταφόπλακα στα όνειρα για μια ελεύθερη Κύπρο.