Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
Η Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι Κατσίγρα ανοίγει τις πόρτες της σήμερα, έστω και με τους περιορισμούς που θέτει η πανδημία του κορωνοϊού, και υποδέχεται τους Λαρισαίους, συστήνοντας τους τα περίφημα ανθρωπάκια -και όχι μόνο- του Γιάννη Γαΐτη.
“Η παρουσίαση της σημαντικής αυτής έκθεσης επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά , την σημαίνουσα θέση της Πινακοθήκης στον εικαστικό χάρτη της Ελλάδας, την πανελλήνια εμβέλεια και τη θερμή υποδοχή των δράσεων της”, δήλωσε χθες ο δήμαρχος Λαρισαίων κ. Απόστολος Καλογιάννης, η παρουσία του οποίου στη συνέντευξη τύπου έγινε για να δοθεί η πρέπουσα σημασία στο μεγάλο αυτό γεγονός.
“Η έκθεση αυτή καταγράφει την πορεία και τη διαδρομή του Γιάννη Γαΐτη, με αντιπροσωπευτικά έργα του, που καθορίζουν την τέχνη του, χρονικά και αισθητικά: από τις πρώτες ζωγραφικές συνθέσεις, με εμφανείς τις επιρροές από τον Πικάσο και και την τέχνη του σουρεαλιστών, έως τις αναζητήσεις τους στους δρόμους της αφαίρεσης, και από τους αφηγηματικούς του μικρόκοσμους έως τα ανώνυμα ανθρωπάκια του με τα ριγέ και τα καρό κουστούμια, τα ανθρωπάκια με τα οποία ο ίδιος ταυτίζεται και μας ζητάει να ταυτιστούμε”, σημειώνει η Άννυ Ψάρρα-Περίφανου.
Η τέχνη του Γιάννη Γαΐτη συνδυάζει τη συγκρατημένη αφαίρεση και τη γεωμετρική συμμετρία για να δημιουργήσει αφηγηματικές αναπαραστάσεις με ανθρώπινα τοπία. Ο μαζοποιημένος κόσμος με την απόλυτη επιβολή και κυριαρχία της ποσότητας αντικατοπτρίζει το χαρακτήρα της μεταπολεμικής μαζικής κοινωνίας.
Η ειρωνική διάθεση του καλλιτέχνη μεταπλάθεται σε κριτική ματιά απέναντι στη «βιομηχανία» της συνήθειας και της επανάληψης, καθώς μας δίνει, όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Χρύσανθος Χρήστου, «έναν κόσμο χωρίς πρόσωπα, σε ένα χώρο που μας συνθλίβει και με τον άνθρωπο να φαίνεται ανήμπορος να δαμάσει δυνάμεις που έφερε κοντά του».
Πρωταγωνιστές του τα πλήθη των αντιπροσωπευτικών, τυποποιημένων «ανθρώπων» με το «κενό» ή ανέκφραστο πρόσωπο, συσσωρευόμενα μέσα σε κόσμους ασφυκτικούς να απεικονίζουν την ισοπεδωτική κοινωνία της ομοιομορφίας και της κατανάλωσης που εγκλωβίζει τον άνθρωπο στην «ερημία του πλήθους» και στην απραξία μιας αδιαφοροποίητης ρουτίνας, όπου «τα ανθρωπάκια» φαίνεται να υπάρχουν, όπως τα τακτοποιημένα αντικείμενα στα ράφια των σούπερ μάρκετ.

Ποιος ήταν ο Γιάννης Γαΐτης
Σπούδασε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και το 1949 συμμετείχε, με τον Αλέκο Κοντόπουλο και άλλους καλλιτέχνες που είχαν στραφεί στις αφηρημένες τάσεις, στην ίδρυση της ομάδας Οι Ακραίοι. Το 1954 πήγε στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην εκεί Σχολή Καλών Τεχνών και στην ακαδημία Grande Chaumiere.
Εργαζόμενος τόσο το Παρίσι όσο και στην Αθήνα και έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα το 1944 με μία ατομική έκθεση στο εργαστήριό του και στη συνέχεια στον Παρνασσό, εξακολούθησε να παρουσιάζει ατομικά το έργο του σε παρισινές και αθηναϊκές γκαλερί, καθώς και σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ το 1984, μία εβδομάδα πριν το θάνατό του, εγκαινιάστηκε μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη. Πολυάριθμες υπήρξαν και οι συμμετοχές του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1952 και το 1967 και τα Ευρωπάλια το 1982 στις Βρυξέλλες. Το έργο του παρουσιάστηκε επίσης σε μεταθανάτιες εκθέσεις, μεταξύ των οποίων η αναδρομική το 1994 στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και, σε πιο περιορισμένη κλίμακα, με τη γλυπτική και τη χαρακτική, ξεκίνησε από πορτρέτα, για να προχωρήσει σύντομα σε αφηρημένες εξπρεσιονιστικές και σουρεαλιστικές συνθέσεις, κυβιστικές και γεωμετρικές δημιουργίες και, παράλληλα, αφηρημένες συνθέσεις γλυπτικής από γύψο, αντίστοιχες με της ζωγραφικής του. Για ένα διάστημα οι δημιουργίες του συντίθενται από έντομα, ανθρωπάκια, πουλιά και φυτά, που υποδηλώνουν ένα παράλογο κόσμο. Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 άρχισε να διαμορφώνει το γνωστό ανθρωπάκι, που επαναλαμβάνεται αρχικά γύρω από μια κεντρική παράσταση, για να σχηματοποιηθεί και να τυποποιηθεί στη συνέχεια, αποτελώντας, επαναλαμβανόμενο σε διάφορες παραλλαγές, ένα σύμβολο και ένα μέσο ειρωνείας και κοινωνικής κριτικής. Με επίκεντρο το ανθρωπάκι αυτό δημιούργησε επίσης κατασκευές, υπερμεγέθεις γλυπτικές συνθέσεις, περιβάλλοντα και χάπενινγκς, ενώ το μετέφερε και σε ρούχα, υφάσματα και παιχνίδια.
Ο Γιάννης Γαΐτης, σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις στην εκπομπή Μονόγραμμα της ΕΡΤ το 1984, είχε αναφέρει: “Το πρόβλημα με τη ζωγραφική είναι ότι η ζωγραφική συνεχίζεται […] Σήμερα κάνω αυτό το ανθρωπάκι, δεν έχω τη δύναμη να το αλλάξω, γιατί το ανθρωπάκι με αντιπροσωπεύει απόλυτα […] Ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του ανθρωπάκι. Προτιμάει δηλαδή ένα βότσαλο, ένα λουλούδι ή κάτι άλλο, αλλά ποτέ ανθρωπάκι! Γιατί σού λέει “εγώ δεν είμαι αυτός”. Κι όμως είναι!”.
“Οι άνθρωποι, τα Ανθρωπάκια που λέω, το κατεστημένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά (…) γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω: Φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο εγώ εκτός απ’ αυτήν τη μαρτυρία’’.

O Γιάννης Γαΐτης, με τα ριγέ του «ανθρωπάκια», που καταγγέλλουν τη στειρότητα, την ισοπέδωση, την παθητικότητα, την απόλυτη υποταγή του σύγχρονου μαζικού τρόπου ζωής, έχει μια εντελώς ξεχωριστή παρουσία στη σύγχρονη εικαστική ιστορία της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης με βαθιές ανησυχίες, ένας πραγματικός διανοούμενος, που έζησε έντονα την εποχή του, που επηρεάστηκε από τους άλλους και τους επηρέασε και ο ίδιος, καθώς βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι τόσο στην Αθήνα όσο και στο Παρίσι. Το καυστικό του χιούμορ, η κριτική του και η βαθιά πολιτική του στάση έδωσαν νέα πνοή στην τέχνη της εποχής του και όξυναν τους τρόπους με τους οποίους η τέχνη έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα.
























