Γράφει ο ΘΩΜΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ
«Νοσταλγώντας την παλιά Λάρισα» είναι ο τίτλος της παρουσίασης μου για την Λάρισα, μιας πόλης που μετρά 135 χρόνια ελευθερίας από τον Τουρκικό ζυγό, μιας πόλης που δεν υπήρξε ποτέ χωριό, αλλά σημαντικό διοικητικό, εμπορικό και αστικό κέντρο ακόμη και στην περίοδο της μακρόχρονης Τουρκικής σκλαβιάς. Μιας πόλης που τα τελευταία 200 χρόνια γνώρισε τόσους πολέμους, αναταραχές, διαφορετικούς πληθυσμούς, τόσες μεταβολές.
Ποιος θυμάται άραγε ότι για 3 δεκαετίες μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Λάρισα, στην Μελούνα, βρισκόταν τα βόρεια σύνορα της χώρας μας με την Τουρκία. Ότι σημαδεύτηκε έντονα από δυο βομβαρδισμούς, τον Ιταλικό της 1ης Νοεμβρίου 1940 και τον Γερμανικό του Απριλίου του 1941, ενώ ενδιάμεσα ο σεισμός της 1ης Μαρτίου του ’41 άφηνε κι αυτός ανεξίτηλα τα σημάδια του στην πόλη. Μεταβολές άλλοτε βίαιες και άλλοτε ηθελημένες, μέσω της αντιπαροχής που ακολούθησε από τη δεκαετία του ’60 και μετά, συνετέλεσαν στην αλλαγή της εικόνας της στην μορφή που έχει η πόλη τις τελευταίες δεκαετίες.
Ορισμένες από αυτές τις μεταβολές θα σας παρουσιάσω μέσω μιας σειράς φωτογραφιών, μέρους του υλικού που συγκεντρώσαμε και καταγράψαμε μια ομάδα Λαρισαίων στην «Φωτοθήκη Λάρισας», για την οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Η φωτογραφία θεωρείται ιστορική και ανήκει στη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας-Μουσείο Γ. Κατσίγρα.
Είναι από τις παλαιότερες που έχουν διασωθεί και τοποθετείται χρονολογικά στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας (1878-1880), ο δε φωτογράφος είναι άγνωστος. Την περίοδο εκείνη (1866) γνωρίζουμε ότι υπήρχε στη Λάρισα φωτογραφείο του Γεωργίου Φεχτζή (George Fehtsi) και Σία, με φωτογραφεία του παράλληλα στον Βόλο και τα Τρίκαλα. Επίσης στην πόλη μας δραστηριοποιείτο και ο Γεώργιος Αποστολίδης από το 1870. Λογικά λοιπόν φωτογράφος θα πρέπει να είναι ένας εκ των δύο, με πιθανότερο τον Φεχτζή.
Κατά τη μεγάλη αυτή εορτή των Θεοφανείων, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της Λάρισας κατέκλυζαν τους χώρους μέσα στον μητροπολιτικό ναό, το Λόφο Ακροπόλεως, τη γέφυρα, τις όχθες του Πηνειού και το μικρό νησάκι μέσα στο ποτάμι, που σήμερα δεν υπάρχει, και το οποίο διχοτομούσε τη ροή του νερού στο ύψος του σημερινού κηποθεάτρου και της συνοικίας Ταμπάκικα. Μαζί τους και πολλά άτομα από τις γύρω περιοχές.
Στο οδόστρωμα της γέφυρας διακρίνονται τέσσερις κολυμβητές με άσπρα, μακρινά μέχρι τους αστράγαλους εσώρουχα (βράκες), ανεβασμένοι πάνω στα λίθινα στηθαία. Δεξιότερα έχουν παραταχθεί τα λάβαρα του ναού, οι κληρικοί και ο μητροπολίτης. Πίσω τους τα επίσημα μέλη της χριστιανικής κοινότητας της Λάρισας, οι επικεφαλής των συντεχνιών (εσναφίων) και πολύς κόσμος, πολλοί των οποίων φορούν φέσια. Της ίδιας περιόδου και από την ίδια τελετή διασώζονται δύο φωτογραφίες οι οποίες απεικονίζουν το συγκεντρωμένο πλήθος στις δύο όχθες του ποταμού, την δεξιά και την αριστερή, να παρακολουθούν την τελετή.
Επιχρωματισμένη καρτ ποστάλ του Στεφ. Στουρνάρα ζωγράφου & φωτογράφου από το Βόλος στις αρχές του 1900. Η καρτ ποστάλ κυκλοφόρησε αργότερα περίπου στα 1905~8, με επιχρωματισμό από τον εκδότη.
Από αριστερά βλέπουμε τον λόφο Ακροπόλεως με την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου ή Βασιλική του Καλλιάρχη και τα υπόλοιπα κτίσματα του λόφου, στο κέντρο τον Πηνειό με την παλιά 9τοξη πέτρινη γέφυρα του και στο βάθος το τζαμί του Χασάν Μπέη
Πρόκειται για την 2η κατά εκκλησία που χτίστηκε στο λόφο του Φρουρίου χάρη στις ενέργειες του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου του Καλλιάρχου. Η προγενέστερη εκκλησία έργο του Αγίου Βησσαρίωνος κάηκε και καταστράφηκε από μαινόμενο πλήθος Τούρκων στις 12 Ιουνίου 1769.
Η εικονιζόμενη εκκλησία θεμελιώθηκε στις 5 Μαρτίου 1794, μετά από φιρμάνι του Σουλτάνου και δούλευαν νυχθημερόν περισσότεροι από 200 μαστόροι και πάρα πολλοί Λαρισαίοι Χριστιανοί. Μετά από 36 μέρες το κτίσιμο της εκκλησίας ολοκληρώθηκε την Μεγ. Παρασκευή το βράδυ στις 9:00.
Αρκετές φορές από το 1822 μέχρι και την απελευθέρωση της πόλης το 1881 η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους ως οπλοστάσιο και πυριτιδαποθήκη. Ο ναός αυτός γκρεμίστηκε και στη θέση σου χτίστηκε νέος το 1901~2 με χρήματα που δόθηκαν από το κληροδότημα Ανδρέα Συγγρού.
Το τζαμί του Χασάν Μπέη ήταν το επισημότερο τη Λάρισας. Κτίσθηκε σύμφωνα με την παράδοση λίγα χρόνια μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Οθωμανούς πάνω σε χώρο βυζαντινής εκκλησίας αφιερωμένης στη Σοφία του Θεού, η οποία με τη σειρά της είχε κτισθεί κατά την περίοδο των βυζαντινών χρόνων στη θέση αρχαίου ιερού προς τιμήν της θεάς Δήμητρας που υπήρχε εκεί από τους κλασικούς χρόνους. Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο, η μουσουλμανική κοινότητα σταμάτησε να χρησιμοποιεί και να φροντίζει το τζαμί του Χασάν μπέη, γιατί την εξυπηρετούσε καλύτερα το νεότευκτο Γενί τζαμί που είχε κτισθεί απέναντι από την Πλατεία Ανακτόρων, εκεί που υπάρχει μέχρι σήμερα. Από την εγκατάλειψη, το παραπήνειο αυτό τζαμί υπέστη σοβαρές φθορές και το 1908 κατεδαφίσθηκε.
Μπροστά μας βρίσκεται η οδός Μακεδονίας (νυν Βενιζέλου), η λήψη πρέπει να έχει γίνει από τον μιναρέ του Γενί Τζαμί. Δεξιά πρόκειται για την περιοχή όπου σήμερα έχει ανεγερθεί το Δημοτικό Ωδείο. Επιστολικό δελτάριο Νο 241 του Στ. Στουρνάρα (Βόλος) του 1910.
Σύμφωνα με προφορική παράδοση, την οποία καταγράφει ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Μικρά» της Λάρισας Θρασύβουλος Μακρής, στο χώρο αυτό υπήρχε πολύ πριν από την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους (1881) η εικονιζόμενη μεγάλη οικία, αληθινό ανάκτορο, του οποίου οικοδέσποινα ήταν η Νουριέ χανούμ, στενή συγγενής του Αλή Πασά και κρυπτοχριστιανή.
Μετά τον θάνατο της Νουριέ χανούμ το μεγάλο αυτό αρχοντικό περιήλθε στην κατοχή του ανεψιού της Χουσνή μπέη, ο οποίος αρχές Οκτωβρίου του 1881, ένα μήνα περίπου μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, πρόσφερε το αρχοντικό του για να καταλύσει ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ όταν επισκέφθηκε επίσημα τη Λάρισα. Ικανοποιημένος από την ευρυχωρία του κτιρίου και την απέραντη αυλή, ο Γεώργιος το αγόρασε στις 11 Οκτωβρίου 1881. Είναι γνωστό ότι στις 7 Οκτωβρίου 1881, 38 ημέρες ακριβώς μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Λάρισα, επισκέφθηκε επίσημα την πόλη ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Λόγω οικιακών διευκολύνσεων και ανέσεων επιλέχθηκε ως κατοικία διαμονής του το κονάκι του Χουσνή μπέη. Ο τελευταίος είχε ήδη μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη πριν από την απελευθέρωση. Έμεινε όμως εδώ ως πληρεξούσιος ο αδελφός του Χαηρή μπέης, ο οποίος δέχθηκε με χαρά να παραχωρήσει το κονάκι για την προσωρινή διαμονή του βασιλιά. Επειδή το κτίσμα αυτό ικανοποίησε αρκετά τον βασιλιά, αγοράσθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1881 αντί του ποσού των 1.100 Οθωμανικών λιρών, που μεταφράζεται σε 27.752 δρχ. της εποχής, όπως διαβάζουμε στο συμβόλαιο αγοράς του που έχει διασωθεί. Λέγεται ότι ο Χαηρή μπέης, αποποιήθηκε τη χρηματική προσφορά, με το πρόσχημα ότι άγραφος νόμος στη χώρα του δεν επέτρεπε σε κατοικία όπου διέμεινε εστεμμένος να ξανακατοικηθεί από τον ιδιοκτήτη του. Έπρεπε επομένως ή να δωριθεί στον βασιλιά ή αν δεν το δεχθεί αυτός, να παραμείνει για πάντα ακατοίκητη. Τελικά επειδή ο Χαηρή μπέης δεν δέχθηκε τα χρήματα, ο Γεώργιος, με εισήγηση αργότερα της βασίλισσας Όλγας, προσέφερε το ποσόν της αγοράς της κατοικίας του Τούρκου υπηκόου, για την ανέγερση τεμένους κοντά στα ανάκτορα. Με αυτόν τον τρόπο θα εξυπηρετούνταν οι θρησκευτικές ανάγκες των Τούρκων που είχαν παραμείνει στη Λάρισα μετά την προσάρτηση, μια που τα άλλα τζαμιά της πόλεως βρισκόταν υπό κατάρρευση.
Έτσι κτίστηκε το Γενί Τζαμί στον απέναντι της οικίας χώρο, το οποίο διασώζεται έως σήμερα.
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, υπάρχει στρατιωτικό φυλάκιο για τη φρούρηση του χώρου.
Το 1918 κατεδαφίσθηκε το ανάκτορο και διατηρήθηκε μόνο ο παλιός ναός του Αγίου Βησσαρίωνος.
Στο βάθος διακρίνουμε το παλιό κωνικό ρολόι της πόλης και δεξιά του τον Άγιο Αχίλλιο στο Λόφο Ακροπόλεως.
Κεντρική πλατείας Λάρισας ή Πλατεία Θέμιδος τότε πλατεία Σάπκα σήμερα, η βορειοανατολική πλευρά της. Η φωτογραφία είναι των εκδόσεων Γκινακού-Μαργαρίτη στις αρχές του 1930.
Η λήψη της φωτογραφίας είναι από την νοτιοδυτική πλευρά της πλατείας, εκεί που σήμερα είναι το Δημαρχείο της πόλης, γωνία Παπαναστασίου με Κούμα. Τα κτίρια που βλέπουμε στη βόρεια πλευρά της πλατείας επί της οδού Αλεξάνδρας, νυν Κύπρου, είναι από αριστερά το ξενοδοχείο “ΣΤΕΜΜΑ”, δίπλα του το ισόγειο κτίριο που στέγαζε τη “ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ” και στη γωνία το φωτογραφείο του Ιωάννη Κουμουνδούρου και δεξιά του η λέσχη ΑΣΛΑΝΗ. Στο βάθος ξεχωρίζει η Όσσα.
Κεντρική πλατείας Λάρισας ή Πλατεία Θέμιδος τότε πλατεία Σάπκα σήμερα, η νοτιοδυτική πλευρά της. Η φωτογραφία είναι των εκδόσεων Γκινακού – Μαργαρίτη (Αθήνα), της δεκαετίας του 1930.
Πρόκειται για λήψη της κεντρικής πλατείας από την πλευρά της οδού Αλεξάνδρας (νυν Κύπρου), προς την Νοτιοδυτική πλευρά της πόλης.
Τα κτίρια που βλέπουμε στη φωτογραφία ξεκινώντας από δεξιά προς τα αριστερά είναι, οικία Καρανίκα στην οδό Ακροπόλεως (νυν Παπαναστασίου, στην πολυκατοικία που υπάρχει σήμερα στεγαζόταν η Α΄ΔΟΥ), η οικία Βλάχου (σήμερα το Δημαρχείο), απέναντι της το ξενοδοχείο “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ” ή “ΝΤΟΡΕ”, δίπλα του η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (μέχρι πρόσφατα στο ίδιο σημείο ήταν η ίδια τράπεζα έχοντας και το διπλανό κτίριο) και τελευταίο το ξενοδοχείο “ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ”.
Γέφυρα Πηνειού – Τελετή των Φώτων.
Η καρτ ποστάλ εκδόθηκε την δεκαετία του 1920 από τον βιβλιοπώλη-εκδότη Γ. Βελώνη (Λάρισα), αλλά η φωτογραφία είναι προγενέστερη, περίπου στα 1905~7, γιατί το εικονιζόμενο τζαμί του Χασάν Μπέη κατεδαφίστηκε το 1907~8.
«Δειλινό στη γέφυρα του Πηνειού». Η παλιά γέφυρα του Πηνειού στη Λάρισα. Η φωτογραφία είναι του Νικ. Στουρνάρα (Αθήνα) γιος του παλιού Βολιώτη ζωγράφου & φωτογράφου Στεφ. Στουρνάρα, και είναι της περιόδου 1937~39.
Στο βάθος η εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου κτισμένη στις αρχές του 1900, τα νεοκλασικά κτίρια του Λόφου Ακροπόλεως, στην άκρη οι παλιές φυλακές της πόλης και το προπολεμικό ρολόι.
Η λήψη της φωτογραφίας είναι από την αριστερή όχθη, από την πλευρά του Πέρα Μαχαλά.
Οδός Ολύμπου στο ύψος της Δημοτικής Αγοράς. Βλέπουμε Γερμανό στρατιώτη, των δυνάμεων κατοχής, να ψωνίζει από πλανόδιο μπροστά από τα κατεστραμμένα καταστήματα της Δημοτικής Αγοράς της πόλης, από τον διαρκή γερμανικό βομβαρδισμό.
Η φωτογραφία κυκλοφόρησε από τη Γερμανική προπαγάνδα τον Μάιο του 1941.
Το Γενί Τζαμί της Λάρισας μεταπολεμικά. Δεξιά η παλιά ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ της πόλης .
Επιστολικό δελτάριο του ζωγράφου & γλύπτη Μίμη Γεντέκου (ΦΩΤΟ- ΓΕΝ), περίπου το 1950, περίοδο κατά την οποία ήταν διορισμένος ως καθηγητής Τεχνικών στο Β’ Γυμνάσιο της πόλης και συγχρόνως διατηρούσε το καλλιτεχνικό του εργαστήρι. Το εργαστήριό του υπήρξε φυτώριο πολλών καλλιτεχνών που υπήρξαν μαθητές του στο σχολείο και συγχρόνως εξωσχολικά παρακολουθούσαν τη δραστηριότητα του καθηγητού τους. Τις πρώτες γνώσεις γύρω από την τέχνη της γλυπτικής, της ζωγραφικής και της φωτογραφίας πήραν κοντά του ο γλύπτης Γ. Καλακαλάς και η Μάρα Καρέτσου, ο σκηνογράφος Γ. Ζιάκας, οι ζωγράφοι Χρήστος Μακρόπουλος, Νανά Τάχα, Χρ. Τζεζαϊρλίδης, ο αθλητής και ζωγράφος Δ. Μποντικούληςκαι πολλοί άλλοι.
Το Γενί τζαμί έχει μέχρι σήμερα ζωή 125 χρόνων περίπου. Σε όλο αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από μουσουλμάνους και Έλληνες. Εκ κατασκευής λειτούργησε αρχικά και μέχρι το 1924 ως θρησκευτικός χώρος. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών η πόλη άδειασε από τον μουσουλμανικό πληθυσμό και το τζαμί παρέμεινε για ένα διάστημα κλειστό και σε πλήρη αχρηστία.
Από το 1928-1932 η δημοτική αρχή επί δημαρχίας Σάπκα, προσπάθησε ανεπιτυχώς να το αγοράσει ή να το ανταλλάξει με άλλους χώρους, με σκοπό να στεγάσει τις αρχαιότητες του Φρουρίου
Το 1937 ιδρύθηκε η «Φιλάρχαιος Θεσσαλική Εταιρεία» με έδρα τη Λάρισα. Σκοπός της ήταν η αναζήτηση, περισυλλογή και συγκέντρωση αρχαιοτήτων, η διενέργεια ανασκαφών και η δημιουργία συλλογής αρχαίων θεσσαλικών νομισμάτων και όχι μόνον. Εγκατέστησε τα γραφεία της στο τζαμί, στο οποίο αποθήκευε και όσες νέες αρχαιότητες εντόπιζε και συνέλεγε. Ενώ στα τέλη του 1939 στους χώρους του εγκαταστάθηκε η νεοσύστατη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου 1941 επέφερε καθίζηση μέρους της στέγης του κτιρίου, ελαφρές ζημιές στην τοιχοποιία και κατέπεσε η κωνοειδής απόληξη του μιναρέ. Με την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο χώρος του Γενί τζαμί χρησιμοποιήθηκε για στρατωνισμό από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Η χρήση αυτή συνοδεύθηκε και από σύληση αρχαιοτήτων, παλαιών βιβλίων και κυρίως από την εξαφάνιση της συλλογής των νομισμάτων, αφού δεν είχε ληφθεί καμιά φροντίδα διασφάλισής των.
Μεταπολεμικά στους χώρους του στεγάσθηκαν για ένα διάστημα η μπάντα του Β΄ Σώματος Στρατού και αργότερα τα γραφεία της Εφορίας Προσκόπων. Με την επανίδρυση το 1954 της «Φιλαρχαίου Εταιρείας», άρχισαν να συγκεντρώνονται στο τζαμί διάφορες αρχαιότητες και έτσι τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη στους χώρους του, Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το 1957 μεταφέρθηκαν από τον χώρο του Φρουρίου στο τζαμί όσα αρχαία είχαν διασωθεί από την λαίλαπα της κατοχής και την αρχαιοκαπηλία, και άρχισε επίσημα τη λειτουργία του το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας, υπό την εποπτεία τώρα της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Το κτίριο αυτό, έπειτα από διάφορες συντηρήσεις, μετατροπές και συμπληρώσεις κατόρθωσε να εξυπηρετήσει για περισσότερο από 50 χρόνια, τις ανάγκες Αρχαιολογικού Μουσείου μιας μεγάλης και ιστορικής πόλεως όπως η Λάρισα, μέχρι που ολοκληρώθηκε το νέο Διαχρονικό Μουσείο, το οποίο εγκαινιάσθηκε επίσημα την Άνοιξη του 2016.
Η κεντρική πλατεία της Λάρισας σε καρτ ποστάλ του Nικ. Στουρνάρα (Αθήνα), στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Η φωτογραφία είναι από τη γωνία Μεγ. Αλεξάνδρου με Κύπρου, από το ξενοδοχείο ΟΛΥΜΠΙΟΝ, που βρίσκεται ακόμη και σήμερα στην ίδια γωνία, προς την νοτιοδυτική πλευρά, του σημερινού Δημαρχείου. Βλέπουμε τις αλλαγές που επέφερε στην πόλη ο σεισμός της 1ης Μαρτίου 1941 και του βομβαρδισμού του Απριλίου του ίδιου έτους σε σχέση με την εικόνα που είχε η πλατεία στις αρχές του 1930 (5η φωτογραφία).
Το παλιό ρολόι της Λάρισας, κτίστηκε κατά την περίοδο της δημαρχίας Καραθάνου στις αρχές του 1950.
Καρτ ποστάλ του Νικ. Στουρνάρα (Αθήνα) στα μέσα της δεκαετίας 1950.
Γκρεμίστηκε το 1992 για να διευκολυνθούν οι ανασκαφές για την αποκάλυψη του Α΄Αρχαίου Θεάτρου της πόλης.
Στην μακραίωνη ιστορία της πόλης πάντα η περιοχή του λόφου ήταν συνδεδεμένη με την υπάρξει ρολογιού και το ρολόι του “Καραθάνου” ήταν, σύμφωνα με ιστορικές καταγραφές, το 4ο κατά σειρά.
Το 1ο δημόσιο ρολόι διαπιστώνεται ήδη από το 1668 από μαρτυρία του τούρκου περιηγητή Εβληγιά Τσελεμπή, αλλά και από γκραβούρες και φωτογραφίες του 1881 και του 1884. Χαρακτηριστικό του η κωνική στέγη.
Το 2ο, με σφαιρική τώρα στέγη, παρατηρείται σε φωτογραφίες του 1887. Είναι άγνωστο αν πρόκειται για ρολόι που χτίστηκε εξ’ αρχής ή αν πρόκειται για το παλιό, στο οποίο όμως αλλάχτηκε η στέγη.
Το 3ο εμφανίζεται σε αεροφωτογραφία της Λάρισας, στα 1930 και διατηρήθηκε ως το 1941 οπότε και καταστράφηκε από σεισμό.
“Απογευματινός περίπατος στο ΑΛΚΑΖΑΡ”.
Επιστολικό δελτάριο Νο 487, του Ν. Στουρνάρα, του 1952. Μετρώντας περισσότερα από 100 χρόνια ύπαρξης, το Πάρκο Αλκαζάρ είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο πάρκο της πόλης. Δημιουργήθηκε στις όχθες του ποταμού Πηνειού και το όνομά του σημαίνει στα αραβικά «Κάστρο». Για πολλά χρόνια εδώ γινόταν το ξακουστό παζάρι του Αλκαζάρ όπου προσέλκυε κόσμο από ολόκληρη την Θεσσαλία.
Η Τρίγωνη πλατεία της Λάρισας με την προτομή του Γεωργάκη Ολύμπιου στο μέσο της, δωρέα του Μ.Ε.Σ. Αριστεύς το 1951 και την οικοδομή Κουντούρη στο βάθος στη συμβολή των οδών Μανδηλαρά με Ρούσβελτ σε στάδιο αποπεράτωσης.
Χρονολογία: 1961~2.
Από το βιβλίο «ΛΆΡΙΣΑ» των Β. Βουτσιλά-Μιχ. Αβραμόπουλου
Λίγα λόγια για την Φωτοθήκη Λάρισας
Η «Φωτοθήκη» είναι μια ομάδα που δημιουργήσαμε πριν τέσσερα χρόνια με στόχο τη συγκέντρωση, καταγραφή, τεκμηρίωση και ανάλυση παλαιών φωτογραφιών, χαρακτικών, ζωγραφικών τοπίων, προσώπων, πορτραίτων της Λάρισας και της περιοχής της και υπάγεται στον Όμιλο Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας. Το όνομα «Φωτοθήκη» προέκυψε με το σκεπτικό ότι θα είναι ένας χώρος συγκέντρωσης και μελέτης οπτικού υλικού, κατά το βιβλιοθήκη, αρχειοθήκη, δισκοθήκη, κ.λπ.
Στην κατοχή των μελών της ομάδας υπάρχουν ήδη χιλιάδες φωτογραφίες, προϊόν ενασχόλησης και έρευνας χρόνων. Αλλά και με προσωπικές επαφές που κάνουμε, συγκεντρώνουμε κι άλλο υλικό. Ενώσαμε τις δυνάμεις μας και το «χόμπι» μας, προς όφελος της ιστορίας της πόλης, κάτω από την «ομπρέλα» του Ομίλου Φίλων Θεσσαλικής Ιστορίας. Στόχος μας είναι να βγούμε δημόσια, μέσω του Διαδικτύου, με ένα ικανοποιητικό όγκο υλικού σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η ψηφιοποίηση του υλικού γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι προσιτό μέσω του Διαδικτύου σε όποιον ενδιαφέρεται να μάθει και να δει περισσότερα για την ιστορία της πόλης. Τα ιστορικά δεδομένα, θα μπορούν να συμπληρώνονται, να βελτιώνονται ή και να διορθώνονται ανά πάσα στιγμή, από τους ηλεκτρονικούς επισκέπτες της “Φωτοθήκης”.
Ήδη η ομάδα έχει κάνει τα πρώτα της βήματα. Απαρτίζεται από 9 άτομα λάτρεις της φωτογραφίας και της ιστορίας της Λάρισας.
Η «Φωτοθήκη» απαρτίζετε από τους: Γραβάνη Γιώργο, Ζερβάκη Δημόκριτο, Καλτσά Αχιλλέα, Κυριάκο Θωμά, Μπαρμπούτη Σπύρο, Μπετχαβέ Θανάση, Παπαθεοδώρου Νικόλαο, Ρηγόπουλο Βαγγέλη και Χατζούλη Γιώργο.