«Είτε πηδάς, είτε δεν πηδάς, ο καιρός περνά» ήταν ένα από τα αγαπημένα αποφθέγματα του Σωτήρη. Η Ελευθερία το είχε ακούσει τόσες πολλές φορές που το είχε πλέον οικειοποιηθεί και το έλεγε σαν να ήταν δικό της. Είχε έρθει στη Λάρισα να σπουδάσει στο ΤΕΙ Λογιστικής από κάποιο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας και ξέμεινε στον κάμπο. Είχε δουλέψει γκαρσόνα στην πλούσια λαρισαϊκή νύχτα ώσπου έπεσε στα νύχια του Σωτήρη και υπέστη ολική μεταμόρφωση. Τον ακολούθησε στο κτήμα που συντηρούσε κάπου ανάμεσα στη Λάρισα και τον Τύρναβο απ’ όπου έβγαινε μόνο με τη συνοδεία του. Ο Σωτήρης την ανάγκαζε να ντύνεται σαν θεούσα με μακριά φουστάνια και κλειστές μπλούζες μέχρι πάνω το λαιμό να μην φαίνεται ούτε ένα εκατοστό από την τρυφερή της σάρκα. Ο Σωτήρης δεν χρησιμοποιούσε ποτέ πιστωτική κάρτα και τα μόνα του έξοδα ήταν να βάζει βενζίνη στο αυτοκίνητο και τα τέσσερα με πέντε πακέτα τσιγάρα που κάπνιζε την ημέρα. Ήταν αντίθετος στα ερκοντίσιον και τα καλοριφέρ. Για θέρμανση άναβε το τζάκι, για δροσιά άνοιγε τα παράθυρα. Δεν έπαιρνε επίσης ποτέ του φάρμακα και δεν πήγαινε σε γιατρό. Κάθε φορά που η Ελευθερία ανέβαζε πυρετό δεν της έβαζε θερμόμετρο αλλά δοκίμαζε τα ούρα της μέσα από ένα φλυτζάνι του καφέ με μικρές γουλιές, κι αναλόγως της έφτιαχνε το κατάλληλο αφέψημα. Μαγείρευε ο ίδιος αποκλειστικά λαχανικά, όσπρια και ζυμαρικά.
Η Ελευθερία του ήταν βαθιά υποχρεωμένη για την αφοσίωσή του σε εκείνη και το γεγονός πως χάρη στην επιμονή του κατάφερε να ξεκόψει από τα αλκόλια, τα χασίσια, τα ουάν σταντ και να πάρει το πτυχίο της. Δεν της επέτρεπε να εξασκήσει το επάγγελμά της, αλλά σίγουρα θα έβρισκε δουλειά αν χρειαζόταν. Κάποια Χριστούγεννα την πήγε μια μεγάλη βόλτα με το αυτοκίνητο στα βουνά της Καλαμπάκας, Παλαιοχώρα κλπ μέχρι τον Δομοκό και πάλι πίσω αυθημερόν. Για την Πρωτοχρονιά ανέβαιναν στο αυτοκίνητο πάλι καμιά βόλτα προς το Πήλιο αυτή τη φορά, αλλά ο Σωτήρης της είπε πως θα καλούσε σπίτι δυο φίλους του να κάνουν ρεβεγιόν την παραμονή. Θα άπλωνε εκείνος το φύλλο και θα έφτιαχνε μια κρεατόπιτα σύμφωνα με τη συνταγή της μάνας του κι όποιος έβρισκε το φλουρί θα έπαιρνε ως έπαθλο την Ελευθερία στο κρεβάτι τους. Εκείνη συγκατένευσε και ντύθηκε με τη στολή που της πρότεινε σαν αγιοβασιλίτσα: λευκές κάλτσες με κόκκινη ζαρτιέρα, κόκκινο μικροσκοπικό εσώρουχο και λευκό στηθόδεσμο κι ένα σκουφί στα ίδια χρώματα. Η πρωτοχρονιά κατέληξε τελικά να την βρει και με τους τρεις άντρες στο κρεβάτι της. Ο βενζινάς και ο περιπτεράς την γλέντησαν γερά. Μια και ήταν οι μοναδικοί φίλοι του Σωτήρη παρόμοιες βραδιές θα εξελίσσονταν κι άλλα βράδια, χωρίς να είναι απαραιτήτως εορταστικά.
Δυο μέρες πριν την πρωτοχρονιά του 2013 καθώς την έντυνε δοκιμαστικά σαν τσιρλίντερ (κοντή καρό φουστίτσα, σοσόνια πάνω από το γόνατο, κιλοτάκι λευκό ψηλοκάβαλο), η Ελευθερία εντελώς απρόβλεπτα πήρε ένα τραπεζομάχαιρο από την κουζίνα κι έκοψε τις φλέβες της. Με φώναξαν να την εξετάσω πριν της δώσουν εξιτήριο με τον όρο πως θα ακολουθούσε τακτικές θεραπευτικές συνεδρίες. Εκείνη την πρωτοχρονιά η Ελευθερία απέκτησε την ελευθερία της μετά από εννιά ολόκληρα έτη. Έφυγε από τη Λάρισα. Δεν παντρεύτηκε. Κάθε πρωτοχρονιά όπως και φέτος, μου στέλνει μια ευχετήρια κάρτα πάντα με τα ίδια λόγια: είτε πηδάς είτε δεν πηδάς ο καιρός περνά, γιατρέ μου.