Ο Άγγελος άνοιξε τους υαλοκαθαριστήρες στην αργή ταχύτητα λειτουργίας. Το θάμπωμα στα τζάμια δεν του επέτρεπε πλέον να έχει καθαρό πεδίο. Παρκαρισμένος καθώς ήταν μια ώρα τώρα Ζαίμη και Κρανώνος γωνία, ένοιωσε την άμεση ανάγκη να στρέψει την προσοχή και την ενέργειά του σε άλλο σημείο. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχανε το χρόνο του σε μια άκαρπη προσπάθεια όσο κι αν ήθελε να πιστεύει πως μια εσωτερική ανάγκη τον έσπρωχνε να απολαύσει τη ζωή ως το μεδούλι της. Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά κι ο Άγγελος θυμήθηκε πως κάποιοι άνθρωποι απλώς περπατάνε στη βροχή και κάποιοι άλλοι βρέχονται. Μες στο κουπέ της γαλάζιας του Opel Corsa, επανέφερε στο μυαλό του τις απόλυτες ερωτικές στιγμές που έζησε πριν λίγες ώρες, πώς σπαρταρούσε το κορμάκι της μέσα στην αγκαλιά του. Την έφερε σπίτι και αντί να επιστρέψει στη γυναίκα και τις δυο κορούλες του, έμεινε εκεί παρκαρισμένος, παράλυτος να γυρίσει τη μίζα και να φύγει. Εντωμεταξύ η νύχτα άνοιξε τους ουρανούς και έβρεχε με τα τουλούμια.
Η Δρόσω σκέφτηκε να γράψει ένα ποίημα για τη βροχή. Βγήκε στην βεράντα του έκτου έχοντας ήδη σχηματισμένη στο μυαλό της την έναρξη του ποιήματος: «Λυπάμαι τους αμόρφωτους ανθρώπους σε μια βροχερή μέρα». Η πρώτη φράση, λένε οι ποιητές μας δίνεται από το Θεό, οι υπόλοιποι στίχοι είναι προσωπική μας ευθύνη να τους συνεχίσουμε. Περπατώντας πάνω κάτω στη βεράντα στην εξοντωτική της προσπάθεια να συνεχίσει τα θεία λόγια, πήρε το μάτι της το αυτοκίνητο του Άγγελου με τους υαλοκαθαριστήρες να κινούνται νωχελικά, το αμάξωμα να ζέχνει υδρατμούς, τον ίδιο να ανάβει με το σπίρτο την πίπα του. «Έχω την έγνοια πως όπου κι αν βρίσκομαι στο μέλλον θ’ αναρωτιέμαι πάντα αν βρέχει στον Άγιο Αθανάσιο».
Και η βρόχα έπεφτε στρέιτ θρου. Η Δρόσω γνώριζε από παρακολουθήσεις και κυνηγητά. Όπως όλες οι όμορφες είχε υποστεί διάφορες άσχημες εμπειρίες. Ήταν ένας που περνούσε τα βράδια του κρυμμένος στις λαχανίδες του μπαξέ κι έφευγε πάντα πριν ξημερώσει χωρίς να βρει ποτέ το κουράγιο να την πλησιάσει και να της μιλήσει. Ο πιτσιρικάς που την κυνηγούσε πάνω σε μια εντούρο μετά από μια νύχτα σε μπαρ, για εικοσιπέντε λασπωμένα χιλιόμετρα. Είχε ήδη αλλάξει τον αριθμό στο πατρικό της, καθιστώντας το απόρρητο. Είχε βάλλει προστατευτικά κάγκελα, πόρτες ασφαλείας και σιδερένιες μπάρες στα δυο της σπίτια. Γνώριζε πολύ καλά πώς κτυπάει η καρδιά του τρομαγμένου ελαφιού και πώς κτυπούσε η δικιά της ψυχούλα που έβγαινε στο στόμα. Είχε ζήσει τον πανικό που προκαλεί το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου μέσα στη νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα. Οι βουβές κλήσεις. Να σηκώνεις το ακουστικό και να μην σου μιλάει κανένας από την άλλη άκρη. Ούτε εκείνη μιλούσε. Να περνάει τα βράδια της στη διαρκή αναμονή μιας αδύνατης υπόσχεσης. Μιας κουβέντας, δυο λόγων που θα την έκαναν να παρατήσει τα πάντα. «Έλα να φύγουμε». Μάταια περίμενε να την κλέψει κάποιος. Όσοι ξεροστάλιαζαν κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα του κήπου, τα τηλεγραφόξυλα και τις κολώνες δημόσιου φωτισμού, κανένας μα κανένας δεν ζήτησε να εξαργυρώσει τις εργατοώρες της παρακολούθησης. «Ο Άγγελος όμως έγινε ο φύλακας άγγελός μου όσο καιρό ήμασταν μαζί και σταμάτησε την παρακολούθηση μόλις χωρίσαμε, γιατρέ μου».
«Ο Άγγελος κυρία Δρόσω, δεν μπορούσε να σας υποσχεθεί αγάπες», ήθελα να της πω, αλλά τελευταία στιγμή το έσωσα: «Αργά ή γρήγορα θα σας τάξει να περπατήσετε μαζί στη βροχή».