Όταν αρθρογραφείς, είναι στιγμές που νιώθεις ένα φανταστικό σύρμα να γαντζώνεται στον εγκέφαλό σου και να σε τραβάει προς το πληκτρολόγιο αργά και βασανιστικά , σαν αυτό της τροχαλίας του «εργάτη», που τραβούσαμε παλιά τη βάρκα στην παραλία. Κάτι συμβαίνει, κάτι ακούς, κάτι διαβάζεις, και νιώθεις να περνάς μέσα από αόρατους τοίχους, να γκρεμίζεις φράχτες για να καθίσεις στην παλιά δερμάτινη πολυθρόνα και να στείλεις τις σκέψεις σου στον κόσμο. Μερικές φορές για ευνόητους λόγους θέλεις να κρατηθείς. Τις περισσότερες όμως δεν το καταφέρνεις, ευτυχώς.
Πριν λίγο καιρό σύσσωμη η πόλη πανηγύριζε γιατί μια ομάδα μπάσκετ, ο Ερμής Αγιάς , παίρνοντας μια Wild Card, ανέβηκε στα μεγάλα σαλόνια του ελληνικού μπάσκετ. Μιλήσαμε για μεγάλη χαρά, για ιστορική στιγμή, για ανεπανάληπτη επιτυχία. Ήταν από τις φορές που προσπάθησα να μείνω μακριά από το πληκτρολόγιό μου και το κατάφερα προσωρινά. Όταν όμως ο παιδικός μου φίλος Λευτέρης Παπαστεργίου μου ζήτησε «κάτι που σε τσίτωσε» για τις πρώτες ημέρες του LarissaPress ξανάνιωσα αυτό το περίεργο τράβηγμα.
Είμαστε ένας λαός που μεγαλώσαμε είτε έχοντας wild card, είτε προσδοκώντας μια, είτε χάναμε το τρένο από αυτούς που την έπαιρναν. Εξ ορισμού, η wild card δημιουργεί ανισότητες καθώς η χρήση της δεν προϋποθέτει υγιή ανταγωνισμό. Στις δεκαετίες της επίπλαστης ευημερίας μας, είχε γίνει κομμάτι του εαυτού μας. Όπως δεν γνωρίζαμε την ονομασία της, αδιαφορούσαμε επίσης για τις συνέπειές της.
Την καθιερώσαμε σε κάθε πλευρά της ζωής μας, επενδύσαμε πάνω της τα όνειρα μας, την δουλειά μας, το μέλλον των παιδιών μας, την επιβίωση μας την ίδια. Πορευτήκαμε δεκαετίες ολόκληρες περιμένοντας να συμβούν πράγματα στην καθημερινότητα μας από μόνα τους. Ζούσαμε σε ένα πολυτελές εστιατόριο και παραγγέλναμε χωρίς να ζητάμε λογαριασμό, γιατί ξέραμε ότι η κάρτα στην τσέπη του τζιν μας θα «καθάριζε». Η ζωή όμως έδειξε ότι και οι πιο wild cards έχουν όρια. Και όταν ήρθε ο λογαριασμός, ήμασταν όλοι ανέτοιμοι.
Πριν λίγους μήνες κάναμε ένα μεγάλο βήμα. Δώσαμε το τιμόνι της χώρας σε έναν άνθρωπο που σηματοδοτεί το αντίπαλο δέος των παθογενειών της μεταπολίτευσης, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εμείς όμως, δείξαμε ότι η αλλαγή νοοτροπίας που επιβάλλεται για να διασφαλιστεί το αύριο αυτού του τόπου είναι ακόμη μακριά. Φάνηκε στο παρκέ ενός γηπέδου μπάσκετ. Εκεί ξεγυμνώθηκε η ανωριμότητά μας. Στις κερκίδες ενός αφιλόξενου κοινού, που πολύ εύκολα χειροκρότησε τον αντίπαλο. Γιατί δεν έμαθε στα δύσκολα. Η δημιουργία αυτής της νοοτροπίας δεν περνά απαρατήρητη ούτε στο διεθνές στερέωμα.
Το χειρότερο δεν είναι ότι μας τελείωσαν οι wild cards, είναι ότι ζούμε ακόμη για αυτές και τις αποθεώνουμε. Μόλις με ρώτησε ο γιος μου τι σημαίνει. Τι να του πω τώρα. Αλίμονο….