Ξεχνάει κανείς και πρόσωπα και πράγματα· με τον καιρό ξεχνιούνται και έρωτες και πάθη και οι παρεξηγήσεις λύνονται. Ούτε καν θυμάται κανείς την αιτία του άσβεστου μίσους που του τρώει τα σωθικά. «Δεν υπάρχει ησυχία για τους συνταξιούχους», σκέφτηκε δυνατά ο Χαρίλαος, παίρνοντας τη θέση του κάτω από τη κληματαριά. Τα ξύλα που τη στήριζαν είχαν αρχίσει να σαπίζουν και με το ζόρι τη βαστούσαν πάνω από το κεφάλι του. Η Έλενα έχει το φουλάρι της Γιώτας και η Γιώτα έχει το φουλάρι του Σωτήρη. Ερώτηση, ποιος έχει το φουλάρι της Έλενας; Σε ποιόν πρέπει να πει ευχαριστώ η Έλενα; Μα ιστορία ξετυλίγεται… Οι γέροι μαζεύονται με τις γριές και δεν σταματούν να μιλάνε. Λένε συνέχεια ψέματα· ακόμη και μεταξύ τους. Ω! λένε ένα σωρό απίθανα πράγματα! Ποιος πηδήχτηκε με ποιαν, και πως το μούλικο αγνώστου πατρός κατάφερε κι έγινε κοινοτάρχης!
Ο Σταμάτης στέκεται κάτω από τη κληματαριά, σφουγγίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του, και ρίχνει μια ματιά γεμάτη ικανοποίηση στον μπαχτσέ που απλώνεται μπροστά του. Ξεχόρτιασμα, ξανάχωμα, και όλα σε μια σειρά ευθυγραμμισμένη με την επόμενη σειρά κι η επόμενη με τη μεθεπόμενη. Θαυμάζει και προσκαλεί τους φίλους του που ξαλώνισαν νωρίς να πιούν ένα τσιπουράκι· αυστηρά με γλυκάνισο να καλέσουν τις μαυροφορεμένες γυναίκες τους να κλάψουν πάλι από την αρχή τα μωρά που πέθαναν πάνω στη γέννα να συγχωρέσουν τους γονείς που στάθηκαν εμπόδιο στα όνειρά τους και ακόμη πληρώνουν τα χρέη τους. Να πάνε να κατασκηνώσουν στον Κίσσαβο και την Αλεξανδρινή σε πρόχειρες καλύβες φτιαγμένες από φτέρη. Να ζυμώσουν ξανά το ψωμί. Να ξαναπιάσουν τις κομμένες «καλημέρες» να πάρουν μια βαθιά ανάσα από αυτό το πανήγυρι ματαιότητας που είναι ο κόσμος και τ’ ανθρώπινα.
«Να πάρω μια βαθιά ανάσα, συμπέθερε», είπε ο Σταμάτης μόλις με είδε. Πήγα να τον εξετάσω στον μπαχτσέ. Εκεί που είχε στήσει το ταβερνείο. Μια ταβέρνα φάντασμα αποκλειστικά για όσους ξαλώνισαν·για τους νεκρούς. Δεν έτρωγε κανονικά τον τελευταίο καιρό, αρνιόταν να μπει στο σπίτι. Πολλά βράδια τα περνούσε μιλώντας με πεθαμένους δυνατά κι απόπαιρνε τους οικείους του με βρισιές και κατάρες όταν πήγαιναν να τον συνεφέρουν. Μια οικογενειακή τους φίλη ήταν που με κάλεσε να τον εξετάσω, αφού έβλεπα τακτικά την κόρη της κι ήταν ευχαριστημένη από την πρόοδο που είχαμε σημειώσει. «Θα σας πληρώσω εγώ γιατρέ μου για τον κόπο σας, αγράμματοι άνθρωποι είναι…». Μόνον αγράμματος δεν ήταν ο Σταμάτης: εκείνο το «συμπέθερε» της υποδοχής με ξέρανε στα γέλια. Υπήρξε μεγάλος πλακατζής, μεγάλος γλεντζές και λάτρης της κατά φύσιν ζωής: ένας κυνικός με λίγα λόγια, αυτάρκης, λιτοδίαιτος, μερακλής που έβλεπε τον θάνατο σαν μια φυσική πράξη όπως το θέρισμα και μακάριζε τους φίλους του που ξαλώνισαν πρώτοι.
Δέχτηκα με χαρά να πιώ ένα τσιπουράκι με γλυκάνισο και καθώς το ποτήρι μου άρχισε να παίρνει το γαλακτερό του χρώμα υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην τον μεταφέρω ποτέ σε Ψυχιατρική κλινική. Είχα χρέος να τον αφήσω να πεθάνει εκεί κάτω από την ετοιμόρροπη κληματαριά όπου πέρασε ολόκληρη τη ζωή του.