Ο Κώστας Βουτσάς πέθανε τα ξημερώματα της 26ης Φεβρουαρίου, σε ηλικία 88 χρονών, στο Νοσοκομείο Αττικόν, στο οποίο είχε εισαχθεί στις 7 Φεβρουαρίου, με συμπτώματα λοίμωξης αναπνευστικού και επιβάρυνσης της καρδιακής και αναπνευστικής του λειτουργίας. Την ίδια ημέρα διασωληνώθηκε και μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Ο ηθοποιός που αγαπήθηκε από γενιές και γενιές Ελλήνων για το έμφυτο υποκριτικό ταλέντο του, το μπρίο και την ανάλαφρη διάθεση του, ήταν μέχρι τέλους ένας άνθρωπος γεμάτος ζωντάνια και αγάπη για τη ζωή.
Στην 70χρονη καριέρα του αναμετρήθηκε με όλα τα είδη θεάτρου, αλλά κυρίως με την κωμωδία –πρόζα, επιθεώρηση, μιούζικαλ. Η σχέση του με το είδος ήταν άλλωστε, κυτταρική. Έπαιξε σε έργα των Νίκου Τσιφόρου, Κώστα Πρετεντέρη, Ασημάκη Γιαλαμά, όπως και Μολιέρου, Ντάριο Φο και βεβαίως, Αριστοφάνη -«Θεσμοφοριάζουσες», «Σφήκες» και «Όρνιθες».
Στον κινηματογράφο έχουν μείνει χαραγμένες στην μνήμη πλήθος χιουμοριστικών ενσταντανέ και ξεχωρίζουν οι ερμηνείες του στις ταινίες «Ανθρωπάκι», «Νύχτα γάμου», «Ο Γόης», «Κορίτσια για φίλημα».
Είχε τιμηθεί με το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία «Ο έρωτας του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα.
Ο Κώστας Βουτσάς υπήρξε ένας άνθρωπος γλυκός, ευγενικός και χιουμορίστας -η καλή του κουβέντα στις καθημερινές επαφές περίσσευε.
Επίσης, ένας άνδρας που αγάπησε πολύ τις γυναίκες. Οι γυναίκες της ζωής του ήταν πρωταγωνίστριες του βίου του –είχε κάνει τέσσερις γάμους και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά- και συνέχισε να νοιάζεται γι’ αυτές ακόμη κι όταν οι σχέσεις τελείωναν.
Παιδί οικογένειας προσφύγων, γεννήθηκε Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1931 στον Βύρωνα, αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου μετακόμισε η οικογένεια του. Άλλωστε, τη Θεσσαλονίκη θεωρούσε πατρίδα του. Ο Θρακιώτης πατέρας του ήταν εργάτης οδοποιίας και η Κεφαλονίτισσα μητέρα του φρόντιζε το σπίτι. Για να συμπληρωθεί το εισόδημα της οικογένειας, ο Κώστας και τα αδέλφια του έκαναν διάφορες μικροδουλειές. Την περίοδο της Κατοχής πουλούσε τσιγάρα στους Άγγλους (για την ακρίβεια, αντάλλασσε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους).
Το οικογενειακό επίθετο ήταν Σαββόπουλος, αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του που έφτιαχνε βαρέλια και τα βαρέλια παλαιότερα τα έλεγαν «βουτσιά». Λέγεται ότι όταν ξεκίνησε την καριέρα του, θιασάρχης του πρότεινε να το αλλάξει σε «Βέσελης», αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή Τριανταφυλλίδη «Μακεδονικό Ωδείο» της Θεσσαλονίκης. Αποφοίτησε το 1952. Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στην σκηνή ήταν το 1953 στο «Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης» με το έργο «Άνθος του Γιαλού». Την ίδια χρονιά έκανε και την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση στην κωμωδία του Γιώργου Λαζαρίδη «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» όπου εμφανίστηκε ως κομπάρσος. Στην Αθήνα ήλθε για μόνιμη εγκατάσταση το 1958 ύστερα από προτροπή της πρωταγωνίστριας του μουσικού θεάτρου Καλής Καλό. Μαζί της εμφανίστηκε την ίδια χρονιά στην επιθεώρηση «Πάρε Κόσμε» στο θέατρο «Περοκέ». Την επόμενη σεζόν εντάχτηκε στο δυναμικό του θεάτρου «Ακροπόλ».
Το ταλέντο και το ταπεραμέντο του δεν πέρασαν απαρατήρητα. Ο Αλέκος Σακελλάριος του δίνει ένα ρολάκι στην ταινία «Η κυρά μας η μαμή» με τον Ορέστη Μακρή και τη Γεωργία Βασιλειάδου (1958) και ο Βουτσάς μπαίνει στην «οικογένεια» της Φίνος Φιλμ.
Τρία χρόνια αργότερα παίζει στην «Αλίκη στο Ναυτικό» και στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Ο σκληρός άνδρας». Ακολουθεί «Ο Κατήφορος» με τον Νίκο Κούρκουλο και τη Ζωή Λάσκαρη, που φέρνει και την καθιέρωση του Δαλιανίδη. Η συνέχεια είναι γνωστή – «Νύχτα Γάμου», «Χαρτοπαίχτρα», «Ο Γόης», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Κορίτσια για φίλημα», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης». Ο Βουτσάς είναι πρωταγωνιστής και οι ατάκες του γράφουν ιστορία. Έπαιξε συνολικά σε 76 ταινίες.
Την περίοδο 1964-72 εμφανίζεται ως συνθιασάρχης με όλα τα μεγάλα ονόματα της κωμωδίας, ενώ από το 1972 και μετά συγκροτεί δικό του θίασο.
Με το τέλος του εμπορικού κινηματογράφου –που τον ανέδειξε- ο Βουτσάς στρέφεται σε πιο απαιτητικούς ρόλους. «Ο Έρωτας του Οδυσσέα», που του χάρισε Βραβείο Ερμηνείας, εκπροσώπησε το 1985 την Ελλάδα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες και έναν χρόνο αργότερα προβλήθηκε από την ΕΡΤ ως μίνι σειρά.
Είχε κάνει τέσσερις γάμους. Με την Έρρικα Μπρόγιερ –τον πρώτο του γάμο- απέκτησε μια κόρη, τη Σάντρα (1972). Είχε άλλες δύο κόρες από τον δεύτερο γάμο του, με τη Θεανώ Παπασπύρου, τη Θεοδώρα (1977) και τη Νικολέτα (1979), με την πρώτη να ακολουθεί τα δικά του βήματα στο χώρο της ηθοποιίας.
Ο θετός γιος του (από προηγούμενο γάμο της τρίτης γυναίκας του Εύης Καραγιάννη, πρώην μοντέλου και ηθοποιού), Άνθιμος Ανανιάδης, είναι επίσης ηθοποιός.
Ο Κώστας Βουτσάς είχε στηρίξει πολλές φορές το ΚΚΕ ως φόρο τιμής στον πατέρα του, ενώ ήταν μεταξύ αυτών που είχε τρέξει να συνδράμει τους φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Το 2015 έκανε σχέση με την κατά 39 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό, Αλίκη Κατσαβού, με την οποία παντρεύτηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2016 και απέκτησε παιδί (στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους). Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει τότε, ο μικρός του γιος, Φοίβος, του είχε χαρίσει επιπλέον είκοσι χρόνια ζωής.
Το 2011 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τη στιγμή που νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα, παύεις να σκέφτεσαι. Σκέψεις χαρισμένες στις κόρες μου» (εκδόσεις Πατάκη).
Huffington Post