Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
«Αυτό και αν είναι είδηση: περισσότεροι από 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι πληρώνουν συνδρομή για πρόσβαση στα ψηφιακά δημοσιογραφικά προϊόντα των New York Times, ειδικά σε μια χαλεπή οικονομικά εποχή που η διαφήμιση στα περισσότερα ΜΜΕ έχει πέσει κατακόρυφα, απειλώντας την ίδια την βιωσιμότητά τους. Η New York Times Company (ΝΥΤ Co), η εταιρεία του δημοσιογραφικού ομίλου των New York Times, ανακοίνωσε ότι τα ηλεκτρονικά έσοδά της το 2019 ανήλθαν σε 801 εκατ. δολ. «πιάνοντας» και υπερβαίνοντας τον εξαρχής διακηρυγμένο στόχο των 800 εκατ. έως το τέλος του 2020. Η εταιρεία στις αρχές του 2019 είχε θέσει στόχο τους 10 εκατομμύρια συνδρομητές μέχρι το 2025 και έχει ήδη φτάσει στα μισά του δρόμου, καταγράφοντας 5,3 εκατομμύρια πελάτες που πληρώνουν για τα έντυπα και ηλεκτρονικά της προϊόντα – ένα νούμερο ήδη πολύ μεγάλο για τα τωρινά δεδομένα του επαγγέλματος».
Η είδηση προκαλεί συναισθήματα και σκέψεις. Ένας πραγματικός δημοσιογραφικός κολοσσός κατάφερε να πετύχει αυτό για το οποίο αγωνίζονται χιλιάδες εταιρείες ΜΜΕ σε ολόκληρο τον πλανήτη, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον χώρο της ψηφιακής ενημέρωσης: να πείσει το κοινό πως η είδηση είναι ένα προϊόν το οποίο πρέπει να πληρώνεται. Να πληρώνεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που πληρώνει κανείς όλα τα προϊόντα και όλες τις υπηρεσίες που επιλέγει για τον εαυτό του ή για την οικογένεια του.
Η τεράστια πρόοδος της τεχνολογίας άλλαξε ριζικά και τον τρόπο της ενημέρωσης. Πλέον η είδηση κυκλοφορεί μέσα σε δευτερόλεπτα από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη. Κανείς δεν χρειάζεται να περιμένει ένα 24ωρο για να ενημερωθεί από την μια και μοναδική εφημερίδα της πόλης του, η οποία τυπώνεται την επόμενη μέρα. Και φυσικά, μέσω των μέσω κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να γίνει και ο ίδιος φορέας ή σχολιαστής της είδησης.
Αυτό είχε ως συνέπεια ο παραδοσιακός τρόπος ενημέρωσης των πολιτών, δηλαδή οι εφημερίδες, να χάσουν το βασικότερο κομμάτι της ύπαρξης τους. Οι κυκλοφορίες κατρακυλούν, παραδοσιακοί τίτλοι αναγκάζονται να βάλουν λουκέτο και να στραφούν στον χώρο του διαδικτύου. Εκεί όμως το πρόβλημα δεν λύνεται, γιατί πολύ απλά ο «καταναλωτής» δεν πληρώνει.
Άρα;
Η λογική συνέπεια είναι το Μέσο ή να φτάσει στο αδιέξοδο ή να συμβιβαστεί με την εξουσία, την οποία υποτίθεται πως πρέπει να ελέγχει. Το αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή είναι γνωστό. Φτάνει μια ματιά τριγύρω μας.
Αν ο πολίτης θέλει πραγματική ενημέρωση, τότε θα πρέπει να διαχωρίσει κάποια βασικά ζητήματα και φυσικά να πληρώσει για τις υπηρεσίες που επιθυμεί να λαμβάνει. Θα το πράξει; Νομίζω πως απέχουμε πάρα πολύ από κάτι τέτοιο. Δυστυχώς αυτό όμως είναι ένας φαύλος κύκλος για τον οποίο, ακόμα χειρότερα, δεν ευθύνεται μόνο ο πολίτης…