Του ΣΠΥΡΟΥ ΤΣΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Οι γαργαλιστικές μυρωδιές από τα μπαχάρια και τις ρέγγες με καλωσόριζαν από μακριά. Τις ακολούθησα… Ήταν Φθινόπωρο του 2006 σε μία από τις φωτογραφικές μου περιπλανήσεις στα γραφικά Αμπελάκια.
Οινοπαντοπωλείον «Η Κληματαριά» Ευάγγελου Γ. Σολωμού, έγραφε περίτεχνα η ταμπέλα από όπου έρχονταν οι μυρωδιές, έτος κατασκευής 1954. Ένα, δύο τραπεζάκια από εκείνα τα στρόγγυλα μεταλλικά, απλωμένα στην αυλή, κάτω από την κληματαριά σε περίμεναν να ξεκουραστείς. Όσο πλησίαζα, ακόμη πιο έντονα τα αρώματα και το όλο σκηνικό να παραπέμπει σε καφενείο. Η κυρά Δωροθέα -το όνομά της το έμαθα αργότερα-, με υποδέχθηκε στην πόρτα του μαγαζιού και με έμπασε μέσα.
Ο Μπακαλόγατος, σκέφθηκα μόλις βρέθηκα στο εσωτερικό του! Δεν μπορεί, εδώ πρέπει να γυρίστηκε η ασπρόμαυρη ελληνική ταινία με τον Χατζηχρήστο… Έψαξα ασυναίσθητα με την ματιά μου τον Ζήκο, τον καταφερτζή «υποδιευθυντή» του καταστήματος, που μετάφερε με το ποδήλατό του τα ψώνια σε μεγάλο ψάθινο καλάθι.
Πίσω από τον πάγκο, τρόπος του λέγειν πάγκος ,μιας και ήταν φορτωμένος με τα πάντα όλα και πίσω από τα μεγάλα γυάλινα βάζα με τις καραμέλες, βρισκόταν ο συμπαθέστατος κυρ Βαγγέλης Σολωμός. Ασπρομάλλης στα 87 του, με την γυναίκα του σιμά να τον βοηθά και να τον προτρέπει …-Ρίξε λίγα παραπάνω για την γειτόνισσα! Προσπαθούσε να ζυγίσει 600 γραμμάρια ξερά φασόλια στη ζυγαριά, ισορροπώντας τα μεταλλικά αντίβαρα. Άλλος ζυγός για τα δράμια (γραμμάρια), άλλος, ο απλός για μέχρι 3 οκάδες για τα χύμα προϊόντα, η γνωστή παλάντζα για έως 7 οκάδες και το καντάρι που ζύγιζε μέχρι 100 οκάδες.
Ένα πολυκατάστημα εποχής σε… καμαρούλα μια σταλιά 2Χ3, με τα ξύλα στοιβαγμένα δίπλα στην σόμπα έτοιμα να ζεστάνουν το μαγαζάκι. Πουλούσε ότι μπορείς να φανταστείς, από καθημερινό φαγητό , αγροτικά εργαλεία, εργαλεία μαραγκού, κτίστη και άλλα χρήσιμα έως πολύτιμα πράγματα στα απομακρυσμένα Αμπελάκια.
Στο πάτωμα ξέχειλα σακιά με όσπρια και πατάτες ,ενώ στην οροφή κρεμασμένα τα πιο ελαφριά, νταμιτζάνες, χωνιά, τρυπητά. Τα ράφια περιμετρικά του μαγαζιού γιομάτα ασφυκτικά με ότι βάζει ο νους σου… Ζαμπόν, καλαμαράκια, σαρδέλες, τόνοι και αντζούγιες του κουτιού, σάλτσα Κύκνος, κρέμα ζελέ και αραβοσίτου Γιώτης, κανέλα βάζο 0,80 ευρώ, αλεύρι Αλλατίνη, μπισκότα Παπαδοπούλου, μακαρόνια Melissa και Misko, φρυγανιές, καφέδες, μπογιές αυγών 1,20 ευρώ, οινόπνευμα φωτιστικό και καθαρό, αρωματικά σαπούνια Λούξ 0,75 ευρώ, Κλεοπάτρας 0,80, Ερμής 200 δρχ., μαθητικά τετράδια, κορδόνια μεγάλα 200 δρχ., στρογγυλά 80 δρχ., φακοί νυκτός, αλυσίδες σκύλου 3,50 ευρώ, μανταλάκια βίδας 150 δρχ., «γονατιστά» 80 δρχ., σουγιάδες 600 δρχ., καψούλια Α΄ 25 δρχ. ,Β΄20 δρχ., χλώριον ΟΡΑ από την Βιομηχανία Απορρυπαντικών Δουλόπουλος, Τide των 450 gr, ROL, πλυντηρέξ, Roli, χαρτί κουζίνας και υγείας Softex, κλωστές Πεταλούδας, μασούρια, μουλινέδες , κουβαρίστρες μέχρι και τόπια υφάσματος και πέταλα αλόγων! Με τις δραχμές και τα ευρώ να ζουν ακόμη ειρηνικά στα κουτιά και στους υπολογισμούς του κοσμάκη …
Για το περιτύλιγμα των προϊόντων ένα παλιό περιοδικό ή εφημερίδα χρησίμευε ως σημερινή πλαστική σακούλα. Το ταμείο στον πάγκο και αυτό μαζί με την ζυγαριά και τα τεφτέρια με τα βερεσέδια, που πήγαιναν σύννεφο.
Ο κυρ Βαγγέλης συνέχιζε την δουλειά του ζυγίζοντας τώρα με το καντάρι πατάτες που διάλεξε η γειτόνισσα , ενώ η κυρά Δωροθέα μου έψηνε καφεδάκι.. Σε μια γωνία κάτω από τον πάγκο ένας νιπτήρας με τον εξοπλισμό καφενείου. Μπουκάλια με ντόπιο κρασί , καραφάκια για χύμα τσίπουρο, αλλά και πιατικά για τους μεζέδες. Όλα τακτοποιημένα και πεντακάθαρα. Από το μεσημέρι και μετά που τελείωναν τα ψώνια οι νοικοκυρές, κατέφθαναν μαστόρια, εργάτες, αγρότες και το πολυκατάστημα μετατρέπονταν σε καπηλειό. Οι μεζέδες απλώνονταν στο τραπέζι και όποιος πρόλαβε …πρόλαβε! Τηγανιές με σπιτικά λουκάνικα, αυγά μάτια, ρέγγες ψητές με λαδολέμονο, φασόλια γίγαντες στο φούρνο και ζυμωτό ψωμί για τις βούτες.
Πολύβουος τόπος συνάντησης και ενημέρωσης για τα νέα του χωριού και όχι μόνο, με τα μασλάτια και τα πειράγματα να δίνουν και να παίρνουν γύρω από την πυρακτωμένη ξυλόσομπα. Και τα αιτήματα, λογικά και παράλογα να κατατίθενται εκεί επίσης, καθώς ο γιός του κυρ Βαγγέλη, ο Γιώργος ήταν ο πρόεδρος της ιστορικής κοινότητας Αμπελακίων.
Προς στιγμή η μυρωδιά της ψητής με εφημερίδα ρέγγας σκέπασε τα πιπέρια και τα μπαχάρια, κάνοντας τις αναμνήσεις και το στομάχι να διαμαρτύρεται.
Σήμερα το πολυκατάστημα των Αμπελακίων είναι κλειστό, ο κυρ Βαγγέλης ταξίδεψε καιρό πριν, έστησε το οινοπαντοπωλείον του εκεί ψηλά και κερνά Αγγέλους. Αυτό εδώ φυλάει μέσα του καλά κρυμμένα μυρωδιές, μυστικά και αναμνήσεις μιας άλλης εποχής , όχι και τόσο μακρινής, με την κυρά Δωροθέα εκεί στην πόρτα να σε περιμένει, κρατώντας ζωντανές τις θύμισες.
Υ.Γ.: Ο Γιώργος Σολωμός, ο γιος τους , γιατρός σήμερα στη Λάρισα, σκοπεύει να το διατηρήσει ως έχει και να το κάνει μουσείο. Ένα μουσείο μπακάλικο, απομεινάρι του ένδοξου Χθες με αγάπη στο Σήμερα.