Θα μπορούσε ο Νικοτσάρας, ο Αλί Πασάς, o Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, οι αρματολοί και οι κλέφτες, να γίνουν ήρωες σε σειρά κόμικ; Η απάντηση είναι καταφατική και αυτό το απέδειξε ο Ελασσονίτης Θανάσης Καραμπάλιος, ο οποίος κατάφερε να μετατρέψει την Ελλάδα του 18ου -19ου αιώνα σε μια χρωματιστή σειρά ιστορικών μυθιστορημάτων με τίτλο «1800» βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα.
Η συλλογή μέχρι στιγμής αποτελείται από τρία βιβλία. Από το πρώτο βιβλίο ξεδιπλώνεται η βασική ιστορία και αναφέρεται στην περίοδο πολύ πριν την επανάσταση. Ήρωας του πρώτου βιβλίου 1800 «Ο Πατέρας», είναι ο Δήμος Καραμάνος. Ένας οικογενειάρχης που ζει ήσυχα με την οικογένειά του σε ένα χωριουδάκι της Ελασσόνας. Ο ερχομός όμως ενός αγγελιοφόρου που φέρνει το μήνυμα του Νικοτσάρα θα γίνει η αφορμή ώστε να τεθεί το έξης δίλημμα στη ζωή του φιλήσυχου Καραμάνου. Ραγιάς η κλέφτης;
Ο σκιτσογράφος Πάνος Ζάχαρης, ο οποίος έχει γράψει τον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του Θανάση Καραμπάλιου, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Οι πρωταγωνιστές της περιόδου, οι καπεταναίοι, οι κλέφτες και οι αρματολοί, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν σε γοητεία από τους πολυσκιτσαρισμένους ντεσπεράντο και τους σκοτεινούς παρανόμους των μαύρων ευρωπαϊκών δασών».
Η ενδιαφέρουσα αυτή ιστορία ήταν η αφορμή, ώστε να συναντήσουμε τον Θανάση Καραμπάλιο και να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η συνέντευξη που έδωσε στην LarissaPress.gr ήταν η αφορμή να εξηγήσει πώς κάποιος δημιουργός κόμικ, έχει επιλέξει να δημιουργήσει ιστορίες ηρώων με φουστανέλες, και παχιά μουστάκια.
Ιστορία ή μυθοπλασία;
«Όλα τα βιβλία είναι βασισμένα σε ιστορικά γεγονότα. Εμπεριστατωμένα και με τις ιστορικές τους πηγές, τις οποίες και τις αναφέρω στο τέλος των βιβλίων. Η μυθοπλασία υπάρχει μέσα στα βιβλία καθώς δημιουργώ ένα πρόσωπο (Καραμάνος) ώστε να δείξω πώς για παράδειγμα σκεφτόταν ο Αλί Πασάς εκείνα τα χρόνια. Νομίζω λοιπόν ότι τα κόμικ είναι μια ευκαιρία για να μιλήσεις για την ιστορία με ευχάριστο τρόπο, καθώς έτσι όπως διδάσκεται σήμερα είναι ένα βαρετό και στείρο μάθημα. Όταν στις εποχές σαν αυτή που ζούμε σήμερα ξεχνάμε την ιστορία μας, είναι σαν να χάνουμε την πυξίδα μας γι αυτό που έρχεται. Δεν γίνεται όμως σε αυτή την χώρα να μαθαίνουμε ιστορία από τους πατριδοκάπηλους. Δεν μπορούμε και δεν είναι σωστό να «χαρίσουμε» την φουστανέλα, τους ήρωες της επανάστασης και ολόκληρη την ελληνική ιστορία στους φασίστες».
Πόσο καιρό δούλεψες για να ολοκληρώσεις τα βιβλία;
Για να ολοκληρώσω τα βιβλία δούλευα τουλάχιστον τρία χρόνια. Ο περισσότερος χρόνος ήταν έρευνα, η συλλογή των ιστορικών στοιχείων και το διάβασμα της Ελληνικής ιστορίας. Έπειτα ξεκίνησα να τα δουλεύω βάζοντας τις βάσεις για τις συγκεκριμένες ιστορίες κόμικς.
Για ποιο λόγο επιλέγεις να ασχοληθείς με την ιστορία εκείνης της εποχής;
«Θέλω να δείξω αυτό που υπάρχει στα πλαίσια της Λαογραφίας ή της προφορικής ιστορίας και να αναδείξω πώς ζούσαν οι άνθρωποι τότε και ποιες ήταν οι κοινωνικές και ταξικές συνθήκες. Βλέπουμε δηλαδή ότι ξέσπασαν τόσοι εμφύλιοι. Κανένας, για παράδειγμα, δεν κάθεται να δει ότι στα Επτάνησα στο πεδίο των μαχών μάλωναν Ρώσοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Τούρκοι. Εκεί δεν πολεμούσαν με τον δικό τους στρατό, αλλά είχαν πάρει Έλληνες μισθοφόρους».
Γιατί έχεις επιλέξει να καταπιαστείς ειδικά με τον Νικοτσάρα όπου τον παρουσιάζεις στα βιβλία σου;
«Πρώτον ο Νικοτσάρας είχε καταγωγή από τα μέρη μου, δηλαδή από την Όλυμπο και την Ελασσόνα, οπότε αυτός είναι ένας λόγος. Η αλήθεια όμως είναι ότι η αφορμή ξεκίνησε όταν διάβασα κάποτε πως ο Νικοτσάρας και ο Κολοκοτρώνης ήταν μαζί στην Σκιάθο και στη Σκόπελο με τον μαύρο στόλο. Δεν ήταν απελευθερωτικός αυτός ο στόλος στην αρχή. Ο Νικοτσάρας και οι άνδρες του ήταν πειρατές και όπου μπορούσαν, κάνανε πλιάτσικο. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να κάνεις πολλά πράγματα. Ή θα ήσουν ραγιάς, ή κλέφτης, ή αρματολός ή θα αλλαξοπιστούσες. Άλλωστε η θρησκεία εκείνα τα χρόνια έπαιζε τεράστιο ρόλο. Ήταν λοιπόν δύσκολο σε έναν αμόρφωτο άνθρωπο εκείνης της εποχής που ζούσε μέσα στο μαύρο σκοτάδι, να του πεις άλλαξε θρησκεία για να βολευτείς. Άρα υπήρχαν άνθρωποι που δεν δεχόταν την καταπίεση είτε από Έλληνες είτε από Τούρκους. Με άλλα λόγια οι ήρωες και οι άνθρωποι που πολέμησαν εκείνα τα χρόνια, σύμφωνα με τον σημερινό κώδικα αξιών, ήταν άνθρωποι που ζούσαν μέσα στην παρανομία πολύ πριν την επανάσταση του 1821. Γιατί δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς εκείνα τα χρόνια. Για να είσαι «ελεύθερος» έπρεπε να ήσουν παράνομος. Οι ήρωες του 21 ουσιαστικά ήταν άνθρωποι με τεράστιες ιδιοτέλειες, αλλά κάποιες στιγμές τις κάνανε πέρα και κοίταξαν το κοινό καλό. Αυτό το πράγμα μας έφτιαξε ως κράτος».
Κι όμως αυτές οι πλευρές δεν αναδεικνύονται συνήθως από όσους καταπιάνονται με την ιστορία;
«Αλήθεια είναι αυτό. Αν κάποιος όμως διαβάσει τα ιστορικά γεγονότα και ειδικά πώς ήταν οι ζωές των ανθρώπων θα καταλάβει και θα δει αυτές τις πλευρές. Για παράδειγμα, διάβασα τα βιβλία του Σιμόπουλου όπου ο ίδιος παρουσιάζει τις περιγραφές των ξένων περιηγητών στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Όταν μιλάμε λοιπόν για το 1821 σήμερα ελάχιστοι αναφέρονται στην καθημερινότητα του απλού κόσμου. Μια καθημερινότητα που όταν την μελετήσεις καταλαβαίνεις τις κοινωνικές προεκτάσεις. Για παράδειγμα, δεν αναδεικνύεται έντονα ότι στην Πελοπόννησο οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε τραπέζια στα σπίτια. Επίσης κανένας δεν αναφέρει σήμερα ότι εκείνη την εποχή υπήρχε δουλεμπόριο στην Ελλάδα. Ο Κολοκοτρώνης το 1807, ενώ υποτίθεται φυλούσε στην Λευκάδα, έφυγε και πήγε σε χωριό της Πάτρας, το έκαψε και πήρε τους κατοίκους για σκλάβους. Τους σκλάβους αυτούς τους πούλησε στην Λευκάδα όπου διοικητής ήταν ο Καποδίστριας. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι στο Σύνταγμα της Ελλάδας υπήρξε η απαγόρευση του δουλεμπορίου. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε σαν φαινόμενο πριν».
Το στοιχείο της Θεσσαλίας μέσα στα βιβλία σου πρόκειται να το κρατήσεις και για την συνέχεια;
«Ναι γιατί είναι σημαντικό για εμένα. Πρόκειται για μια περιοχή που δεν έχει αναδειχτεί αρκετά, καθώς πολλά κομμάτια της ιστορίας μας είναι άγνωστα. Πρέπει να αναδειχθεί γιατί μετά την απελευθέρωση όχι μόνο δεν βελτιώθηκε η ζωή των κατοίκων, αλλά τα πράγματα ήταν και πολύ χειρότερα ακόμη και πριν την απελευθέρωση. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξαν αρκετοί Έλληνες που πολλές φορές τους αποκαλούμε ευεργέτες και οι οποίοι είχαν αγοράσει όλο σχεδόν τον κάμπο, βάζοντας τον απλό κόσμο σε νέες συνθήκες σκλαβιάς. Αυτή είναι η πραγματική ιστορία του τόπου και πρέπει να παρουσιάζεται».
Από τεχνικής πλευράς πού βασίστηκες για να δημιουργήσεις τα σχέδια των χαρακτήρων σου;
«Έκανα μεγάλη έρευνα από γκραβούρες, πίνακες αλλά και από περιγραφές για να δω πώς ήταν οι φορεσιές και τα ρούχα της εποχής. Σε πολλά πράγματα είναι αλήθεια πως έκανα αυθαιρεσίες, για αισθητικούς λόγους. Ξέρω δηλαδή ότι ορισμένα στοιχεία όπως αποτυπώνονται στα ρούχα των ηρώων δεν είναι πραγματικά. Για παράδειγμα το χρυσοκέντητο γιλέκο που σχεδίασα και φοράει ο ήρωας Καραμάνος, δεν υπήρχε περίπτωση ένας άνθρωπος που ήταν ραγιάς εκείνη της εποχή να το φορούσε».
Βλέπεις τεχνικές διαφοροποιήσεις στην δουλειά σου όσο προχωράς τα βιβλία;
«Σίγουρα. Αν δεις το πρώτο βιβλίο δεν έχει καμία σχέση με το τρίτο. Τα καρέ είναι διαφορετικά. Οι λεπτομέρειες και το στήσιμο δείχνουν την πρόοδο που έχω κάνει. Η τεχνοτροπία έχει διαφοροποιήσεις. Το δεύτερο με το τρίτο βιβλίο δεν έχουν καμία σχέση. Στο δεύτερο βιβλίο, ο αναγνώστης θα δει πως έχω βάλει πιο κοντινά πλάνα και εστιάζω πιο πολύ στην δράση, ενώ το τρίτο βιβλίο είναι βασισμένο περισσότερο στην Γαλλοβελγική σχολή».
Μέχρι πού θα φτάσεις;
«Θέλω να φτάσω μακριά δημιουργώντας συνέχειες των ιστορικών κόμικς. Ο πρώτος κύκλος θα φτάσει μέχρι την περίοδο περίπου του 1808. Μετά προφανώς θα συνεχίσω μέχρι και την επανάσταση του 1821. Θέλω απλά οι ήρωες να παρουσιαστούν από την αρχή. Θέλω να γίνουν γνωστές οι ιστορίες τους αλλά και πώς εξελίχθηκε ολόκληρη η πορεία τους. Μακάρι να συνεχίζει ο κόσμος και να με στηρίζει όπως τώρα και όλα θα γίνουν».
Σημειώνεται πως ο Θανάσης Καραμπάλιος έχει εκδόσει τρία βιβλία κόμικς της σειράς «1800» – Ο Πατέρας, Ελένη, Αγία Μαύρα. Ο Ελασσονίτης καλιτέχνης γεννήθηκε το 1983 στο Παλαιόκαστρο Ελασσόνας, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Το 2007 φοίτησε στην σχολή COMINK στην Θεσσαλονίκη. Έχει βραβευτεί το 2019 στα Ελληνικά βραβεία κόμικ από την ακαδημία κόμικ με το βραβείο του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη.