Η ατομική ταυτότητα αναπτύσσεται πάντα στα όρια μιας συλλογικής ταυτότητας η οποία εκτείνεται από την οικογένεια και τους θεσμούς ως την κρατική, εθνική και πολιτισμική αναφορά του καθενός μας. Η θεώρηση αυτή και με αφορμή τα όσα συμβαίνουν τελευταία με τους πολέμους ή τους ενδεχόμενους πολέμους στη Μέση Ανατολή, με την έξαρση των εθνικισμών στην ευρύτερη περιοχή και κυρίως τον αναθεωρητισμό και τις παράλογες διεκδικήσεις της Τουρκίας με ωθεί να αναφερθώ σήμερα στο ζήτημα της εθνικής μας ταυτότητας, ως στοιχείο προσδιορισμού της προσωπικής μας ταυτότητας και το αντίστροφο. Η Ελλάδα είναι για ακόμη μια φορά σε μια φάση ορατών και «αόρατων» διπλωματικών διαπραγματεύσεων με τις γείτονες χώρες για θέματα που αφορούν την εδαφική αλλά και την πολιτισμική ανακατανομή. Αναδύονται θέματα που έχουν να κάνουν με το τι μας ανήκει και ποιοι είμαστε, ζητήματα δηλαδή που αφορούν την εθνική μας κυριαρχία, άρα και ταυτότητα. Οι διεργασίες αυτές συντελούνται παράλληλα με μια φάση απωλειών, φαντασιακών και πραγματικών. Πραγματικών απωλειών που σχετίζονται με τη μείωση του εισοδήματος και την απώλεια της εργασίας και μιας φαντασιακής απώλειας που συνδέεται με την κρίση ταυτότητας που διαπερνά τον σύγχρονο Έλληνα.
Η εποχή που διανύουμε είναι μία εποχή κρίσιμη καθώς είμαστε μάρτυρες μιας πρωτόγνωρης αποδόμησης των κοινωνικών δομών, αξιών και θεσμών, τόσο σε παγκόσμιο, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Η παγκοσμιοποίηση και ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχουν δημιουργήσει στις κοινωνίες μια άνευ προηγουμένου πολιτισμική αλλοτρίωση και ταυτόχρονα μια σειρά από αντιφάσεις. Εάν στα παραπάνω προστεθεί η πρόσφατη οικονομική κρίση που βίωσε η χώρα, τότε η πολιτισμική ρήξη μεγαλώνει και καθιστά όλο και περισσότερο επιτακτική την ανάγκη αναθεώρησης του υφιστάμενου μοντέλου ανάπτυξης και του τρόπου δόμησης της κοινωνίας μας και εκ νέου της ταυτότητάς μας.
Πως θα αντιμετωπίσει ο Έλληνας αυτή τη νέα κρίση που στη ρίζα της είναι μια κρίση ταυτότητας και μάλιστα εν μέσω εθνικιστικών κρίσεων και αλλοτριωτικών διαθέσεων που εξελίσσονται δίπλα μας; Η δυναμική συνέχεια του ελληνισμού είναι σε ένα σταυροδρόμι, σε μια μεταβατική φάση κρίσιμη και αυτό γιατί ο κάθε πολιτισμός ορίζεται από την ικανότητά του να εξελίσσεται στο χρόνο και τον τρόπο που διαχειρίζεται τις μεταβάσεις, από τον τρόπο δηλαδή που αναγεννάτε μέσα από διαρκείς συνθέσεις σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Εμείς οι Έλληνες γνωρίζουμε πολύ καλά πως η δυναμική εξέλιξη των κοινωνιών είναι ζήτημα υπαρξιακό για κάθε πολιτισμό, διότι έτσι πορεύτηκε ως τώρα ο ελληνισμός, εξελίχθηκε στο διάβα των χρόνων, μέσα από δημιουργικές προσμίξεις και συνθέσεις διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων.
Ως ελληνισμός ορίζεται επομένως η δυναμική συνέχεια στο χρόνο και η δημιουργική ενστάλαξη του παρελθόντος στο σήμερα και στο αύριο κι όχι η μουσειακή αναβίωση του παρελθόντος ή η εργολαβική σχέση με το ένδοξο παρελθόν. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: η δημοκρατία και η ισονομία είναι ένα ΑΙΤΗΜΑ της κοινωνίας που οι πολίτες χρειάζεται πάντα να ανατροφοδοτούν και να αγωνίζονται για αυτό. Εμείς μοιάζει να τα περιμένουμε να έρθουν ΈΤΟΙΜΑ στο πιάτο μας, λες και η δημοκρατία είναι κληρονομικό χάρισμα, αφού γεννήθηκε στην Ελλάδα. Το ίδιο γίνεται και με την ιστορική μας γνώση και κουλτούρα. Μου λένε φίλοι εκπαιδευτικοί πως οι σημερινοί μαθητές είναι αποκομμένοι παντελώς από την ιστορική μνήμη, σαν αυτή να είναι προνόμιο μόνο των εθνικιστών. Κατ’ ανάλογο τρόπο η ελληνικότητα δεν είναι γονιδιακό σύμπλεγμα που μεταβιβάζεται βιολογικά στους απογόνους, θέση που κυριαρχεί στο νεοφασιστικό ιδεολογικό μανιφέστο, αλλά είναι προπαντός βίωμα και στάση ζωής, που προϋποθέτει τη γνώση του παρελθόντος και την υποχρέωση της πολιτισμικής αναγέννησης. Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή η ταυτότητα του Έλληνα και η συνέχειά της, δεν είναι πλέον μόνο ζήτημα φυλετικό αλλά κυρίως ζήτημα πολιτισμικό.
Με τη βέβαιη παραδοχή πως το πολιτικό μας σύστημα είναι σε κρίση, χωρίς όραμα να σέρνεται πίσω από το διεφθαρμένο πελατειακό κράτος, και η πολιτικο-οικονομική κυρίαρχη τάξη να σφυρίζει αδιάφορα, σέρνοντας το εγώ της στη ρυθμό του κέρδους, αναρωτιέμαι τι γίνεται με μας, τους πολίτες, καθώς η νοοτροπία και η συμπεριφορά ενός έθνους καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την κυρίαρχη κουλτούρα και παιδεία των πολιτών του. Πριν πολλά χρόνια -τα πρώτα της μεταπολίτευσης- ο καημός μας ήταν να γίνουμε «Ευρωπαίοι». Ήταν η εποχή που οι νεόκοποι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων γυρνούσαν στα χωριά τους τα σαββατοκύριακα και έφτιαχναν εκπολιτιστικούς συλλόγους, για να εκπολιτίσουν τους «βάρβαρους» χωριάτες (ενώ στην ουσία το κάναν για τη δική τους ψυχική εκτόνωση και αποφυγή της γκρίζας πραγματικότητας της πόλης). Είναι η εποχή που πιστέψαμε πως οι Ευρωπαίοι θα εκπολιτίσουν εμάς και θα προστατέψουν τα σύνορά μας και πως τα σύνορά μας θα είναι όλης της Ευρώπης. Η ταυτότητά μας άρχισε να ξεθωριάζει, ό,τι ελληνικό δεν μας χωρούσε πια, θεωρούνταν ντεμοντέ. Κάπου εκεί αφεθήκαμε στην ευρωπαϊκή μας μοίρα, αφήνοντας πίσω το φιλότιμο, τη διεκδίκηση, την εξέλιξή μας, όπως αφήσαμε για παράδειγμα και τα χωράφια μας, καθώς μην ξεχνάμε πως οι Έλληνες αγρότες επιδοτούνταν για να παράγουν κατ’ εντολή ή ακόμη και να μην παράγουν. Αφεθήκαμε λες και το να πιστεύεις στη φιλία και τη συνεργασία (ας το πούμε ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) δεν περνά από το να πιστεύεις στον εαυτό σου (ας το πούμε εθνική αναγέννηση).
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι ζούμε μια φάση απωλειών, είμαστε μια κοινωνία σε κρίση χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στους θεσμούς. Είμαστε σε μια συλλογική διεργασία πένθους και κινδυνεύουμε να πέσουμε σε μια διαδικασία παθολογικού πένθους, δηλαδή στην παράδοξη συνθήκη να εναποθέτουμε την ευθύνη στους ίδιους θεσμούς που απορρίπτουμε και δεν εμπιστευόμαστε –σε θεσμούς βέβαια που είναι έτσι κι αλλιώς τραυματισμένοι και ανεπαρκείς.
Αντ’ αυτού πιστεύω πως η ιστορική συγκυρία απαιτεί τόσο ως άτομα όσο κι ως έθνος να επενδύσουμε σε μια νέα ηθική που θα αποτυπώνει και θα συμβολίζει τις νέες ανάγκες και θα ορίζει το νέο κοινωνικό διακύβευμα. Μια νέα ηθική που δεν θα αναβλύζει μόνο από ότι μας όριζε παλιά, αλλά και από ότι θα συμφωνήσουμε πως μας ενώνει στο παρόν. Σε μια νέα ηθική που θα αναδιαπραγματευτεί τις αξίες, θα μεταβάλλει τους θεσμούς και θα οδηγήσει εν τέλει σε μια διαφορετική ταυτότητα τον Έλληνα.
Μια νέα ταυτότητα που θα σέβεται την ιστορία της, θα νοηματοδοτεί την ύπαρξή της ως συνέχεια αυτής και θα την υπερασπίζεται όπως το άτομο υπερασπίζεται τους προγόνους του. Για να είμαστε περήφανοι ως Έλληνες χρειάζεται να υψώσουμε το ανάστημά μας και να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να αμφισβητήσει τη διαδρομή μας. Να κάνουμε δηλαδή το αυτονόητο, να διαφυλάξουμε το παρελθόν μας στην προσπάθειά μας να ορίσουμε το μέλλον.
Επιπροσθέτως και κυρίως μια νέα ταυτότητα που θα εκκινείτε από την ενδυνάμωση της προσωπικής ευθύνης, την κουλτούρα του διαλόγου και των συναινέσεων. Αν οι Έλληνες αναλάβουμε πατριωτικά την ατομική μας ευθύνη έναντι της κοινωνίας τότε ευκολότερα μπορούμε να τη μπολιάσουμε με τη διορατικότητά, την ευελιξία και την εργατικότητά μας και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες της κοινωνικο-οικονομικής μας αναγέννησης.
Πιστεύοντας ακράδαντα πως μόνο μέσα από τις «ρωγμές» –προσωπικές και κοινωνικές- μπορούμε να βρούμε τον δρόμο της ανάπτυξης (συναισθηματικής, κοινωνικής, οικονομικής, πολιτισμικής), είναι ευκαιρία σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια ύφεσης και αδιεξόδων να προσπαθήσουμε με αργά και σταθερά βήματα να κάνουμε τις βαθιές αλλαγές στην νοοτροπία μας και στους θεσμούς που έχει ανάγκη ο τόπος μας κι εμείς.
Με αγάπη για την προσωπική ευθύνη και τη χώρα να αναβαπτιστούμε Έλληνες.
“Μια φράση κουδουνίζει στο μυαλό μου όλες αυτές τις μέρες:
να φτιάξουμε μια νέα ψυχή”.. Γ. Σεφέρης.